Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

"Ωστόσο, ποιήματα δε γράφουμε μόνο για να γίνουμε ποιητές"




ΙΑ'

Ω ναι, ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις, 
πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.

Υπάρχουνε πολλοί που ναυάγησαν μέσα στο κοστούμι τους,
μες στη βαθιά τους πολυθρόνα,
πολλοί που για πάντα τους σκέπασε το πουπουλένιο πάπλωμά τους.

Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους,
σ' ένα κουπάκι του καφέ, 
σ' ένα κουτάλι του γλυκού... 

Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους
εκεί βαθιά που κοιμούνται, 
ας είναι γλυκός κι ανόνειρος.

Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.


~ Αργύρης Χιόνης, Σαν τόν τυφλό μπροστά στόν καθρέφτη, 1986


Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Τι είπε ο Άγιος Βασίλης στον Φρανκ Ο' Χάρα




"Είναι γνωστόν τοις πάσι ότι ο Άγιος Βασίλης όντως έσκυψε στο ανοιχτό παράθυρο του Φρανκ Ο'Χάρα μία Παραμονή Χριστουγέννων και ο Φρανκ κατέγραψε τη συνομιλία του με τον σπουδαίο αυτόν άνδρα (παρεμπιπτόντως, ο Ο'Χάρα είναι ο δεύτερος ποιητής που είχε ποτέ συνομιλία με τον Άγιο Βασίλη), ο οποίος του είπε,

Μου αρέσει η ποίησή σου. Την βλέπω αρκετά 
στους κύκλους μου και συ είσαι εντάξει. Μπορεί 
να μην είσαι το σπουδαιότερο πράγμα στη γη, αλλά
είσαι διαφορετικός.

  
Αυτό ήταν αρκετό για τον Φρανκ - ζήτησε από τον Άγιο Βασίλη να μείνει λίγο ακόμα και να συζητήσουν περισσότερο. Αλλά ο Άγιος Βασίλης απάντησε ότι κι άλλοι τον καλούσαν. Δεν είπε ακριβώς ποιοι είναι αυτοί οι άλλοι, κι έτσι ο Φρανκ επέλεξε να αφήσει μία μυστηριακή γεύση στο τέλος εκείνου του μικρού ποιήματος που είχε στο κεφάλι του."



* Ο Αμερικανός συγγραφέας και κριτικός Φρανκ Ο'Χάρα (1926 - 1966) ο τόσο ελάχιστα μεταφρασμένος στα ελληνικά και διαβασμένος στην Ελλάδα ποιητής, ξεκίνησε σπουδάζοντας μουσική, διάβασε Μαγιακόφσκι, έγραψε ποίηση, γνωρίστηκε με τον Άσμπερυ και χαρακτηρίσθηκε ως ο απλός ποιητής της Αμερικής ή ο ποιητής της απλής Αμερικής. Δεν γνωρίζω αν υπάρχει είτε το ένα ή το άλλο.


Πηγή: The Conversation
Μετάφραση: Ηλέκτρα Λαζάρ 


Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόιμαν: Μίλενα Από την Πράγα [απόσπασμα]



"Μοιάζω σαν την άρρωστη μαϊμουδίτσα του λατερνατζή που είχε το πόστο του κοντά στο σπίτι μας. Κάθε φορά που περνούσα αποκεί, το ζωάκι μου έδινε το κρύο χεράκι του, και κάθε φορά το ταλαίπωρο είχε και πιο άθλια όψη, κοιτάζοντας σε με βλέμμα ακόμη πιο βασανισμένο και πονεμένο κάτω από το σαχλό καπελάκι που του είχαν φορέσει... Σήμερα από τον καθρέφτη με κοίταξαν τα ίδια μάτια...[...] Ο άνθρωπος ζει τόσο λίγο και είναι τόσο πολύ καιρό νεκρός..."



~Μπούμπερ-Νόιμαν, Μ. 2015, Μίλενα Από την Πράγα, εκδ. Κίχλη




Η Μίλενα Γεσένκα -κακώς κατά τη γνώμη μου- έμεινε γνωστή ως το κορίτσι του Κάφκα, επειδή έγινε ευρέως γνωστή από την αλληλογραφία της με τον Φραντς Κάφκα. Τα περισσότερα αποτελέσματα σε πιθανή αναζήτηση την θέλουν ως το δεξί πλευρό του Κάφκα, ακριβώς όπως η Εύα. Μέσα από το βιβλίο της Μ. Μπούμπερ-Νόιμαν που αποτελεί προσπάθεια βιογράφησης της Μίλενα Γεσένκα, μπορεί κανείς να αναγνωρίσει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά ενός μεγάλου ανθρώπου, μίας ξεχωριστής προσωπικότητας, μίας γυναίκας που κάθε άλλο παρά ανάγκη έχει από αρσενικά δεκανίκια. Ανυπόταχτη, ισχυρή και τραγική.  

Η Μίλενα Γεσένκα κλείστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ έναν χρόνο μετά την εισβολή των Ναζιστών στην Πράγα, λόγω -κυρίως- της αντιστασιακής της δράσης. Η μοίρα φέρνει κοντά την Μ. Μπούμπερ-Νόιμαν με την Μ. Γεσένκα στο ίδιο στρατόπεδο. Η Μίλενα θα πεθάνει στις 17 Μαΐου 1944 σχεδόν έναν χρόνο πριν από την απελευθέρωση. 



Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Τον είδα τον μπόγια τον ληστή και τον φονιά;





Πρωτομαγιά
με το σουγιά
χαράξαν το φεγγίτη
και μια βραδιά
σαν τα θεριά
σε πήραν απ’ το σπίτι.

Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια να περνά και το φονιά
γύρευα χρόνια μες στον κόσμο να τον βρω
μα περπατούσε με το χάρο στο πλευρό.

Νυν και αεί
μες στη ζωή
σε είχα αραξοβόλι
μα μιαν αυγή
στη μαύρη γη
σε σώριασε το βόλι.

Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια το ληστή και το φονιά
του ‘χανε δέσει στο λαιμό του μια τριχιά
και του πατάγαν το κεφάλι σαν οχιά.

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος 
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος 

Μελοποίηση: Δεκέμβριος 1974






Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Υπ'αριθμ. 6 σημείωση στις "Σημειώσεις" για το ποίημα "Το Κλειδί" του Κ. Ταχτσή


Crossing the Divide, 2014, M. Blender



Το ποίημα αυτό, μαζί με το "Ολύμπια, Καθαρή Δευτέρα" και δύο άλλα, που δε βρίσκω πια στ' αρχεία μου, τα δημοσίευσα κατά το Καβαφικό πρότυπο σε φέιγ-βολάντ. Το Πάσχα του 1953 το πέρασα στο Άγιον Όρος. Εκεί γνώρισα τρεις νέους. Στον έναν απ' αυτούς, που ήταν αεροπόρος, χάρισα τα τέσσερα αυτά φέιγ-βολάντ, κυρίως επειδή έν' απ' τα ποιήματα είχε για θέμα, αν θυμάμαι καλά, έναν αεροπόρο που σκοτώνεται. Στην επιστροφή μας, μόλις φτάσαμε στην Ουρανούπολη και πηδήσαμε απ' το καΐκι στη στεριά κάναμε ουρά μπροστά στο άθλιο αποχωρητήριο ενός καφενείου. Πρώτος μπήκε ο αεροπόρος. Ύστερα εγώ. Κι είδα χάμω τα φέιγ-βολάντ με τα ποιήματά μου, που είχε χρησιμοποιήσει για να σκουπιστεί.


~ Αγγελάκης, Α. 1989. Κώστας Ταχτσής: Η Κοινωνική 
και Ποιητική του Περίπτωση, εκδ. Καστανιώτης, σ. 53 -54



Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

Με αφορμή τους ιπτάμενους αρουραίους (μέρος β')




«Αχ», είπε ο ποντικός, «μέρα τη μέρα ο κόσμος γίνεται και πιο στενός. Στην αρχή ήταν τόσο μεγάλος, που με φόβιζε, έτρεχα κι έτρεχα και ήμουνα πανευτυχής που επιτέλους, μακριά πολύ μακριά δεξιά κι αριστερά μου, έβλεπα τοίχους, αλλά αυτοί οι ατέλειωτοι τοίχοι πλησιάζουν με τέτοια ταχύτητα ο ένας τον άλλο, που βρίσκομαι ήδη στο τελευταίο δωμάτιο, κι εκεί στη γωνία υπάρχει η παγίδα, όπου τρέχω να χωθώ».
«Γιατί δεν άλλαζες διαδρομή;» είπε η γάτα και τον καταβρόχθισε.




~ Φ. Κάφκα, Μικρός Μύθος
Μεγάλοι συγγραφείς γράφουν τις πιο μικρές ιστορίες του κόσμου
μτφ Αντώνης Μπίκος, εκδ. Γνώση



Με αφορμή τους ιπτάμενους αρουραίους





"Τα περιστέρια τι είναι;" με ρώτησε μία συνάδελφος από τη δουλειά, όταν αντέδρασα στο γεγονός ότι δεν κόβει ταχύτητα με το αμάξι, περνώντας ξυστά από τα περιστέρια, "Τα περιστέρια είναι ιπτάμενοι αρουραίοι. Και να τα πατήσουμε δεν έγινε τίποτα". 

Κι έκτοτε έχω στο μυαλό το ποίημα Franz Kafka του Μίλτου Σαχτούρη... 




Ο Φραντς Κάφκα ζούσε σ' ένα μεγάλο υγρό δωμάτιο
στρωμένο μ' ένα βρώμικο παλιό χαλί. 
Πού και πού διάτρεχε το χαλί ένας μεγάλος
γκρίζος ποντικός.
Ο πόντικας αυτός, έλεγε συχνά ο Φραντς,
ο πόντικας αυτός, είναι η αγαπημένη μου κι εγώ. 



(ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ, 1986)




Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

1 από τις 1082 Φωνές του Antonio Porchia:




Καμιά φορά, τη νύχτα, ανάβω ένα φως για να μη βλέπω .





ΑΝΤΟΝΙΟ ΠΟΡΤΣΙΑ – ΦΩΝΕΣ. Mτφρ.: Βασίλης Λαλιώτης.

Εκδόσεις Ίνδικτος και Εκδόσεις Ενδυμίων

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Λόγια από ταινίες (Detachment, 2011)






Το πάρκο είναι πλέον εγκαταλελειμμένο και αισθανόμαστε ένοχοι γι'αυτό. Η παιδική χαρά είχε διαλυθεί και σκουριάσει και εγώ ένιωθα τρομερά μόνος αφού όλα τα παιδιά είχαν φύγει... 
Δεν γνωρίζουν ότι το πάρκο τους χρειάζεται; 


Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Από τη συλλογή "Εννέα Ιστορίες" [Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ]





Γραμμένες με μελάνι, στα γερμανικά, μ'έναν μικρό και απελπιστικά ειλικρινή γραφικό χαρακτήρα, ήταν οι λέξεις "Αγαπητέ Θεέ, η ζωή είναι κόλαση". Τίποτα πριν, τίποτα μετά. Οι λέξεις, μόνες τους πάνω στη σελίδα, και μες στη νοσηρή ησυχία του δωματίου, έπαιρναν τις διαστάσεις ενός αξιώματος αδιαμφισβήτητου, σχεδόν κλασικού.



~ Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, "Για την Εσμέ, με Φρικωδία και Αγάπη"
Εννέα Ιστορίες




Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

Η Εικόνα της Ημέρας #3




Αναζητείται για του λόγου το ασφαλές:

πώς σου είναι τόσο εύκολο
να είσαι καλή με τους ανθρώπους με ρώτησε εκείνος

μέλι και γάλα έσταξε
απ’ τα χείλη μου καθώς απάντησα

επειδή οι άνθρωποι δεν ήταν
καλοί μαζί μου


Γιατί η ποίηση που δεν επαρκεί ως ποίηση, πρέπει να μετονομαστεί (βλ.συναφή λίστα των New York Times). 

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018

Λόγια από ταινίες (The Distinguished Citizen 2016)




Είμαι πεπεισμένος ότι αυτού του είδους η καθολική αναγνώριση συνδέεται άμεσα 
και αναμφίβολα με την παρακμή ενός καλλιτέχνη.

Σάββατο 14 Ιουλίου 2018

Jorge Luis Borges - Autobiographical Essay [p.240-242]





Υπέμεινα αυτή τη δουλειά για περίπου εννιά χρόνια. Ήταν εννιά χρόνια αδιάκοπης δυστυχίας. Οι άντρες συνάδελφοί μου δεν ενδιαφέρονταν παρά μόνο για ιπποδρομίες, το ποδόσφαιρο και τις άσεμνες ιστορίες. Κάποτε, μια γυναίκα, αναγνώστρια, έπεσε θύμα βιασμού ενώ πήγαινε στην τουαλέτα. Οι περισσότεροι θεώρησαν το γεγονός αναμενόμενο, αφού οι ανδρικές τουαλέτες ήταν δίπλα στις γυναικείες. Μια μέρα ήρθαν να με δουν δύο φίλες μου, αρκετά αριστοκρατικές και καλοπροαίρετες – κυρίες της καλής κοινωνίας. Μια-δυο μέρες αργότερα μου τηλεφώνησαν και μου είπαν: «Μπορεί να το βρίσκεις διασκεδαστικό να δουλεύεις σε ένα τέτοιο μέρος, αλλά υποσχέσου μας ότι, πριν βγει ο μήνας, θα έχεις βρει μια δουλειά με μισθό τουλάχιστον εννιακόσια πέσος». Τους έδωσα τον λόγο μου ότι θα το έκανα. Η ειρωνεία ήταν ότι εκείνη την εποχή ήμουν ένας πολύ γνωστός συγγραφέας, παντού αλλού εκτός από αυτή τη βιβλιοθήκη. Θυμάμαι ότι ένας συνάδελφος μου πρόσεξε σε μια εγκυκλοπαίδεια το όνομα κάποιου Χόρχε Λουίς Μπόρχες, πράγμα που τον έκανε να αναρωτιέται για τη σύμπτωση των ονομάτων και της ημερομηνίας γέννησης. Εκείνα τα χρόνια, αλλά ακόμη και σήμερα, έκαναν δώρο στους δημοτικούς υπαλλήλους ματέ σε συσκευασία τους ενός λίτρου, για να έχουν να πίνουν στο σπίτι. Μερικές φορές, τα βράδια, καθώς περπατούσα τα δέκα τετράγωνα μέχρι τις γραμμές του τραμ, τα μάτια μου γέμιζαν δάκρυα. Αυτά τα μικροδωράκια από τους προϊσταμένους μου υπογράμμιζαν πάντα τη δουλική και μίζερη ύπαρξή μου.

Γούνταλ, Τ., 2003. Jorge Luis Borges. Ο Άνθρωπος στον Καθρέφτη του Βιβλίου, [εκδ.] Νεφέλη, Αθήνα


Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

Η μεγάλη κληρονομιά του William Zaranka


Πολλές φορές η ποίηση αντιμετωπίζεται ως κάτι σοβαρό, αγέλαστο, σκοτεινό ίσως, ο αλλόκοτος δρόμος του ποιητή που κατά τύχη βρέθηκες κι εσύ να τον περπατάς - και αυτό πρέπει να γίνεται όσο πιο σιωπηλά, σοβαρά, πιο σοβαρά. Ωστόσο. Σε πολλές περιπτώσεις, η παρώδηση ενός ποιήματος μπορεί να οδηγήσει το υποκείμενο σε βαθύτερη ανάλυση και κατανόηση, έχοντας ως μοναδικό του εργαλείο το ειρωνικό χαμόγελο ενός κρετίνου. 



Η Marsha Bryant το δοκίμασε στην τάξη της και έβαλε τις μαθήτριες και τους μαθητές να παρωδήσουν την ποιήτρια  Sylvia Plath. Όπως είχε γράψει και ο William Zaranka  στο βιβλίο του Brand-X Anthology of Poetry (1981), η Plath είναι το όνειρο του κάθε παρωδού - στο πλαίσιο της εξομολογητικής ποίησης, η Plath έχει δημιουργήσει ένα μοναδικό στυλ γραφής μέσα από την φανταχτερή και ενεργητική περσόνα της, με το στρεβλό ρομαντισμό της, την αίσθηση του οικείου που δημιουργεί, το υπόκωφο χιούμορ που έχει, το μεγαλειώδη ρυθμό στα ποιήματά της. 

Επέλεξα το πιο απολαυστικό: η μαθήτρια Emma Wolf παρωδεί το Daddy και γράφει για τον σκύλο της, που ό,τι και να λένε... δεν είναι πάντα ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. 



Doggy

You cannot poo, you cannot poo
Anymore in my black shoes
Which I only got to wear one time,
A whole week’s allowance in the trash.
And don’t get me started on that dress you chewed.

Doggy, I must scold you.
But you turn and run, too,
Crashing like a bag of bricks into Mother
And stomping on her pink-nailed toe
Her fresh-baked pie splattering on the kitchen floor.

And you head toward the China cabinet
Full of fragile saucers, green and blue
Straight into the side you flew.
From the remains of dishes I recovered you
Swearing all the while at you.

I have always adored you,
With your puppy eyes, soft fur, too.
But you eat cat crap
And the garbage when we leave for an hour or two.
Hellhound, Devil Dog, all names for You.

Not Cujo but maybe worse,
So rancid your breath wheezing through
Drool-draped lips.
Every child adores a pet,
But curse the day I begged for you.

There’s a hole in our big fenced yard
And the neighbors never did like you
When you bark and howl the whole night through.
Mother always swore you’d be trouble when you grew.
Doggy, Doggy, you mutt, I’m through.

I’ll get a fish, that’s what I’ll do




Παρασκευή 15 Ιουνίου 2018



Θράσος Καστανάκης (1901 - 1967)


Ξέρω πως τα γράμματα δε δίνουνε ψωμί. Για καλή μου τύχη ποτέ το ψωμί δε μου άρεζε.    



Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

Θάνατοι μικρής έκτασης [ποιήματα της Αθανασίου Μ.]





ΣΦΗΝΑΚΙ 

πέθανες
κι έτσι
είμαστε πάντα δυο



ΠΙΣΩ ΑΠ' ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ 
στη Δ.Χ.

ακούστηκε το πρώτο τέλος
κι έριξε τρεις
και τρεις σκοτώθηκες
από τότε ψάχνω περίστροφο
που να χωράει μονάχα μία σφαίρα
τρία δύο μόνη μου



ΚΙ ΑΛΛΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ 

ξανάγραψα το καρδιογράφημά σου
ηλέκτρισα ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι
σε τίποτα δεν ωφέλησα
εσύ πέθανες
εγώ δεν έζησα



ΣΤΙΓΜΑ

η ερωμένη τυλίγεται
σ' ένα αυτοσχέδιο σκοινί από κορδόνια
φεύγει
για να γυρνά του σκοτωμού



ΣΕ ΚΑΘΕ ΣΠΙΤΙ

φτιάχνω έναν κήπο 
χωρίς πολλή φροντίδα
να τρυπήσει η ρίζα το τσιμέντο
να' ρθει ο αδέσποτος σπουργίτης
να' χω να κόψω ένα κλωνάρι όταν φεύγω



ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

ένα περίστροφο
κρυμμένο
μέσα στην άχνη

τα Χριστούγεννα 




~ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΘΗΤΑ, Εκδόσεις Υποκείμενο, 2018




Σάββατο 12 Μαΐου 2018

Nicola Crocetti - Για την ποίηση [κ.ά.]



«Πληκτρολογείστε τη λέξη “ποίηση” σε μια μηχανή ηλεκτρονικής αναζήτησης: Ως Poesia θα σας δώσει περί τα 100 με 110 εκατομμύρια “παραπομπές”. Ως “Poetry” περισσότερα από 270 εκατομμύρια αναφορές. Ως Ποίηση, στα ελληνικά , περί τα τέσσερα εκατομμύρια αναφορές . Η δύναμη των …γλωσσών και η αναγκαιότητα της μετάφρασης»

Ήταν η απάντηση του Ελληνο-ιταλού μεταφραστή , του ελληνιστή Νικόλα Κροτσέτι στην ερώτηση γιατί δεν “πουλάει” σήμερα διεθνώς η ποίηση.

«Στην Ιταλία λ.χ υπάρχουν περί τα …6,5 εκατομμύρια ποιητές (το 10% του πληθυσμού – σύμφωνα με μετρήσεις) . Η ποίηση είναι σαν τα σπυράκια της εφηβείας. Σ όλους μας εμφανίζονται. Σε ορισμένους τα σπυράκια μένουν και καταστρέφουν ο πρόσωπό τους. Αυτοί είναι οι ποιητές…»

Μελετητής της νεότερης ελληνικής ποίησης, μεταφραστής, δημοσιογράφος και εκδότης , ο Κροτσέτι έχει συμβάλει ιδιαίτερα στη διάδοση της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στη δεύτερη πατρίδα του (γεννήθηκε στην Πάτρα από Ιταλό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα) -την Ιταλία.

[...]

Ο Κροτσέτι εκδίδει ελληνική ποίηση και πεζογραφία στην Ιταλία τα τελευταία σαράντα χρόνια. Το 1981 ίδρυσε τις εκδόσεις Crocetti Editore και από το 1988 εκδίδει το μηνιαίο περιοδικό ελληνικής ποίησης «Ρoesia».

[...]

«Γιατί να …”πουλήσει” η ποίηση;. Δεν υπάρχει δίκτυο προώθησης της. Στις εφημερίδες -όσες απέμειναν- δεν υπάρχουν πλέον στήλες παρουσίασης-κριτικής ποιητικών κειμένων παρά μόνο κάποια…διαφημιστικά εκδοτικών οίκων. Στην τηλεόραση σχεδόν καμία εκπομπή για την ποίηση. Κι ότι δεν περνάει στην τηλεόραση , δεν υπάρχει… Στην Ιταλία, υπήρχε προ 25ετίας μια εκπομπή για την ποίηση -με διαγωνιστικό μάλιστα χαρακτήρα των στίχων που διαβάζονταν από τους δημιουργούς τους και οι θεατές καλούνταν να …ψηφίσουν. Τελικά καλύτερος ποιητής αναδείχτηκε ένας ..μάλλον καλός γιατρός- και ποιητής , τον οποίο και ψήφισαν πολλοί θεραπευόμενοι ως …αντίδωρο στη θεραπεία τους»…

Στην άκρως ενδιαφέρουσα πρωινή εκδήλωση της 15ης ΔΕΒ-Θ , προς τιμήν του ο Νικόλα Κροτσέτι , συνεπικουρούμενος από τον ποιητή Αντώνη Φωστιέρη , μίλησε για τις αναπότρεπτες “θυσίες” των λέξεων στη μετάφραση -ειδικά της ποίησης- για τα 8.000 αθησαύριστα λήμματα στην “Οδύσσεια” του Καζαντζάκη που μεταφράζει με τη βοήθεια των αγγλικών (της αγγλικής μετάφρασης του Κίμωνα Φράιερ) για τη δυ-συλλαβική αγγλική και την πολυ-συλλαβική ελληνική γλώσσα, για τα μεταφρασμένα ποιήματα που είναι (?) σε πολλές περιπτώσεις καινούργια ποιήματα του μεταφραστή που γράφονται με αφορμή το πρωτότυπο του πρώτου (του μεταφραζόμενου ποιήματος) , για τις 11 έδρες νεοελληνικών σπουδών στην Ιταλία που όμως…καμία δεν έχει μεταφραστικό έργο… , για τις έδρες νεοελληνικών σπουδών που έχουν δημιουργηθεί…για πολιτικούς και μόνο λόγους και “οφειλές” και τους κατόχους τους οι οποίοι …αντί να μεταφράζουν “καλοπερνούν” στα συμπόσια μιλώντας για την…επίδραση του “τάδε” στην ποίηση του 16ου αιώνα…”. Μίλησε ακόμα και για τον Πλούταρχο και την αναφορά του στο στρατηγό Φωκίωνα και την περίφημη διαχρονικής ισχύος ρήση του (“στρατηγούς πολλούς ορώ -στρατιώτες ουκ έχομεν..”) .

Ο Νικόλα Κροτσέτι γεννήθηκε το 1940 στην Πάτρα, όπου και έζησε την παιδική του ηλικία. Το 1945 η οικογένειά του μετακόμισε στην Φλωρεντία, όπου έκανε τις σπουδές του. Έζησε στο Μιλάνο για πολλά χρόνια. Μετέφρασε από τα ελληνικά στα ιταλικά περισσότερες από 60 ποιητικές συλλογές σύγχρονων Ελλήνων ποιητών. Ανάμεσα τους Καβάφη, Ελύτη, Ρίτσο, Σεφέρη, Φωστιέρη. Εργάστηκε σε κάποιους από τους πιο σημαντικούς ιταλικούς εκδοτικούς οίκους. Πριν από 25 χρόνια δημιούργησε τον δικό του εκδοτικό οίκο (Εκδόσεις Κροτσέτι), ο οποίος είναι τώρα ένας από τους πιο αναγνωρισμένους στην Ιταλία και ειδικεύονται στην σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Από το 1988 εκδίδει το μηνιαίο περιοδικό «Poesia», του οποίου η κυκλοφορία φτάνει τα 20.000 αντίτυπα. Είναι το πιο πετυχημένο περιοδικό ποίησης στην Ιταλία και σ’ όλη την Ευρώπη και δημοσιεύει μεγάλο αριθμό σύγχρονων Ελλήνων ποιητών. 


«Η Ευρώπη δεν διαθέτει μια κοινή γλώσσα και άρα δεν μπορεί να έχει και μια πραγματικά κοινή κουλτούρα. Ωστόσο μια βαθύτερη γνώση και μελέτη όλων των πολιτισμών της ηπείρου μας θα βοηθούσε σημαντικά στην αλληλοκατανόηση όλων των λαών της Ευρώπης -ειδικά στη σημερινή δύσκολη συγκυρία» σχολίαζε σήμερα υπογραμμίζοντας την ανάγκη βοήθειας από την ελληνική πολιτεία των προσπαθειών για προώθηση του ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό: «Η Ελλάδα είναι ο χειρότερος εχθρός της ελληνικής κουλτούρας» είπε χαρακτηριστικά.



* Η υπογράμμιση δική μου. 

Πηγή


Τετάρτη 9 Μαΐου 2018

E. Morin: Το Πνεύμα των Καιρών [απόσπασμα]





«Η ελευθερία ασκείται κάτω από τους νόμους, στα “κατώτερα βάθη” της κοινωνίας, στον κόσμο των αλητών, των κλεφτών, των γκάνγκστερ. Αυτός ο κόσμος της νύχτας είναι ίσως ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς της κουλτούρας της μάζας. Καθότι ο άνθρωπος που αστυνομεύεται, που ρυθμίζεται, που υποτάσσεται στη γραφειοκρατία, ο άνθρωπος που υπακούει στα όργανα, στις απαγορευτικές πινακίδες, στα “Χτυπήστε τη πόρτα πριν μπείτε”, στα “Ποιος σας σύστησε;” απελευθερώνεται προοδευτικά μέσα από την εικόνα αυτού που τολμά να αρπάξει τα χρήματα ή τη γυναίκα, που τολμά να σκοτώσει, που τολμά να υπακούσει στην ίδια του τη βία.» 

~ Edgar Morin, 1994, Το Πνεύμα των καιρών [στο] Η Κουλτούρα των Μέσων. Μαζική Κουλτούρα και Πολιτιστική Βιομηχανία, εκδ. Αλεξάνδρεια 



Κυριακή 6 Μαΐου 2018

Ανδρέας Αγγελάκης - Αστικές Επιθυμίες























Πεθύμησα μια σύζυγο,
πεθύμησα μιαν αστική τραπεζαρία,
το παιδί μου που θα μαθαίνει διαίρεση,
την ασφάλεια της κοινωνικής μου αποκατάστασης, 
όλη τη γοητεία της έννομης τάξης
μακριά απ' τους τίγρεις και τα σκοτάδια,
το στεφάνι του γάμου στα εικονίσματα θρίαμβος,
οι εξάψεις μου σε υποστολή -

κάθε μέρα λέω τα ίδια
βαρέθηκα ν' ακούω τον εαυτό μου
νισάφι πια.



Κυριακή 15 Απριλίου 2018

Σ.Ρ. Αποστολίδης - Κλειστός Φάκελος





Ακόμα και το χαρτί πούχα γράψει πως σ' αγαπάω
τόκοψα, το γύρισα ανάποδα, τόκανα ετικέττα
κ' έγραψα: Διακίνησις Λογαριασμού


Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Λόγια συγγραφέων #3



[Eric Hoffer] 


"Όταν οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν, συνήθως μιμούνται ο ένας τον άλλον"


Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Antonio Ramos Rosa - Μη Μεταφράζεις...




















Μη μεταφράζεις
Τη λέξη που δεν ακούγεται
Μην ψάξεις 
Να χωρίσεις
Εκείνο που είναι στο μέσον 
Όπως ο κουφός ήχος 
Μιας φλέβας.
Μην αυξάνεις 
Την αγνή υπερβολή της σιωπής
Πιο πολύ από το χνώτο
Της λάμπας σου.

[μτφ: Γιάννης Σουλιώτης, Ανθολογία Πορτογαλικής Ποίησης, εκδ. Ροές]



Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018



«…η σημερινή ποίηση, όπως την έχουμε μάθει μέσα στα τελευταία τριάντα μεταμοντέρνα χρόνια του 20ου αιώνα –με εξαιρέσεις φυσικά-, γίνεται ολοένα και πιο μηδενιστική, πιο αντιπνευματική, πιο α-ηθική, πιο αθεϊστική, δηλαδή ολοένα και περισσότερα αποξενώνεται από τα μείζονα ζητήματα της ζωής και των ανθρώπων (όχι του ανθρώπου γενικώς και αορίστως). Είναι μια ποίηση χωρίς ομφάλιο λώρο… Μια ποίηση υλιστική, που δεν αποβλέπει πουθενά, παρά μόνο στην έκφραση της ποιητικής ενόχλησης του ποιητή από τα ενδόμυχα και τα ερωτικά του, καθώς και από το «περιβάλλον», που δεν τον διαβάζει, που δεν τον προσέχει, που δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτόν (μα για ποιους και για τι ενδιαφέρεται αυτός;) που δεν τον αφήνει να δοξασθεί! Ποίηση που αποβλέπει δηλαδή στον εαυτό της, «the love of art for its own sake», που δεν γράφεται από πνευματικούς ανθρώπους, αλλά από «καλλιτέχνες» και μήτε καν από διανοούμενους…, αλλά από αλλόκοτα υβρίδια «επαγγελματιών» και παρασίτων, οι οποίοι αφού η ποίηση δεν είναι ευπώλητη στρέφονται προς το πλέον ευπώλητο είδος (την πεζογραφία) και κατ’ εξοχήν προς τις δημόσιες σχέσεις και την διαπλοκή… με κάθε λογής εξουσίες (ο καθείς και τα «μέσα» του) και γίνονται ποιητές καθεστωτικοί, «εξουσιακοί» … ό,τι πιο αντιποιητικό και αντιπνευματικό δηλαδή. Η συμπεριφορά αυτή εξηγεί και την απόλυτη σιωπή τους… Αποφεύγουν να εκτίθενται οι άνθρωποι, προσέχουν με όλους να τα έχουν καλά, δεν έχουν ουσιαστικά καμία ιδεολογία, καμία πίστη, κανένα συλλογικό όραμα, μιαν έγνοια μόνο: βραβεία, μεταφράσεις, ταξίδια-συνέδρια, πωλήσεις, δημοσιότητα – όπως το σύνολο σχεδόν των «διανοουμένων» στον τόπο μας.»



~ Στέφανος Μπεκατώρος στον πρόλογο του βιβλίου 

"Δεν είναι η Ποίηση αυτό που Προέχει. Δοκίμια για την Ποίηση και τους Ποιητές", 
T.S. Eliot, μτφ. Στέφανος Μπεκατώρος

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

Φ. Νίτσε: "Αργότερα, πέντε χρόνια αργότερα"



[...] Τώρα όμως στο στήθος μου κυριολεκτικά βράζει καθαρή αποστροφή και αγωνία, επομένως πρέπει να αποπτύσω με ή χωρίς κοσμιότητα, αλλά πάντως μια και καλή. 

[Επιστολή στη μητέρα και την αδελφή του, 14 Ιανουαρίου 1874]



~ Η Τραγική Ζωή μιας μεγαλοφυΐας, Hayman R., εκδ. Νεφέλη 2005



Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2018

Παπαδιαμάντης Α. - Ο Έρωτας στα Χιόνια



Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα.
     Kαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:
     ― Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς...· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας.
     Tο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας».
     Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Mασσαλίαν.
     Eίχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Eίχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια. Eίχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Mασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.
     Kανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. Eίχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή.
     Kαι αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:

     Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
     κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

     Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:

     Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
     δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.


     Xειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Eπάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. H πρωία ενθύμιζε το δημώδες:

     Bρέχει, βρέχει και χιονίζει,
     κι ο παπάς χειρομυλίζει.

     Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον.
     Kαι είχεν πελατείαν μεγάλην, η Πολυλογού. Eγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Eίχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ’ ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Mόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε.
     Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.


     Kαι είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της Mασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. Kαι είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάση την γειτόνισσαν.
     Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν’ ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσαν της ν’ αλέθη, κ’ ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας.
     ― Nα είχεν ο έρωτας σαΐτες!... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές... Nα τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια... Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
     Eφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα. Eξέλιπον οι μικροί μακρυλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του Bαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της Mαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.

     Tην άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ εμορμύριζεν:
     ― Ένας Θεός θα μας κρίνη... κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση.
     Kαι είτα μετά στεναγμού προσέθετε:
     ― K’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.
     Aλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:

     Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
     κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.


     Tην άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον.
     ― Άσπρο σινδόνι... να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού... ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
     Eφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Tο καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Mασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου. N’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην: Nα σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!


     Tην άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
     Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον.
     Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος.
     Hύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. Eπιάσθη από το αγκωνάρι. Eκλονήθη. Aκούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Eμορμύρισε:
     ― Nα είχαν οι φωτιές έρωτα!... Nα είχαν οι θηλιές χιόνια...
     Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας.
     Πάλιν εκλονήθη. Eπιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας. Kατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον. Tο ρόπτρον ήχησε δυνατά.
     ― Ποιος είναι;
     Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας. Eυλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώση πρόθεσιν ότι επεχείρει ν’ αναβή, καλώς ή κακώς, εις την οικίαν της. Πώς όχι;
     Eπάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα, παραμοναί. Kαρδιά του χειμώνος.
     ― Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή.
     Tο παράθυρον έτριξεν. O μπαρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστην, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. Tο παράθυρον εκλείσθη σπασμωδικώς. Mίαν στιγμήν ας αργοπορούσε!
     O μπαρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτην. Eδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ’ εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις:
     «Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!...»
     Mόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. Eχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος.
     ― Kαι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε... ζωντανό σοκάκι.
     Eξεπιάσθη από την λαβήν του. Eκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. Eξηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.
     Άπαξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. Eύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.
     «Eίχαν οι φωτιές έρωτα!... Eίχαν οι θηλιές χιόνια!»
     Kαι το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθή. Kαι αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος.
     Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. K’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
     Kαι ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου.


(από τα Άπαντα, Γ΄, Δόμος 1989)