Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Στράτος Κοντόπουλος - Με τα δέντρα θα μετρηθείς



Ὅταν ἐκείνη ἡ φοβερὴ φωνὴ

πού κηρύσσει τὸ τέλος, ἀκουστεῖ νά λέει

–Μετρηθεῖτε!,-

ξεύρω καλὰ τί πρόκειται νὰ κάμεις..

Θὰ βγάλεις τὰ τεφτέρια σου, τὰ βιβλιάρια τραπέζης,

τοὺς μισθοὺς τόσων χρόνων, τὰ σπίτια πού ἔκτισες,

πίνακες ἀκριβούς πού δημοπράτησες,

κληρονομιὲς πού δέχτηκες

ἐταιρίες πού μοσχοπούλησες

Μὰ ἡ φωνὴ θὰ ἐπιμείνει

–Μετρηθεῖτε!–

Δὲν μπορεῖ, κάτι ξέχασες..

α!, ναί, εἶχες καὶ κάτι κοσμήματα κρυμμένα

(γιὰ ὥρα ἀνάγκης)

λίγα ὁμόλογα ξεχασμένα σὲ θυρίδες,

νὰ κι ἐκεῖνο τὸ κτηματάκι  στὸ χωριό..

«Αὐτὰ εἶναι ὃ λ α», θὰ πεῖς

«Ὃ τι ἔχω γιὰ νὰ μετρηθῶ, ἐδῶ τὸ καταθέτω..»

Καὶ βέβαια ἀπὸ τὴν τόσο μεγάλη περιουσία,

πῶς νὰ θυμηθεῖς ἐκείνη τὴν ἀσήμαντη τὴν ρίζα

πού κάποτε σοῦ χάρισαν

καὶ τὴν παράτησες στὸν κῆπο ἀπότιστη

νὰ παλεύει μ’ ἀνέμους, θύελλες καὶ κεραυνούς,

πού ὅταν ἔγινε σακατεμένο ἀπὸ τὴν δίψα δέντρο,

(καὶ κάθε βράδυ σφύριζε νὰ τὸ προσέξεις),

ἀδιάφορος προσπέρασες καὶ πάλι.

Ἐντούτοις,

ὑπάρχει μία πιθανότητα

(μία ἐλαχίστη πιθανότητα)

ἡ φοβερὴ φωνή, ἡ στεντόρειος,

ἡ ἐσχάτη τῶν ὤτων σου,

σημασία νὰ μὴ δώσει

στὰ μαλάματα πού ἔχεις ἀραδιάσει

Νὰ πεισμώσει,

νὰ ἐπιμείνει..

–Μετρηθεῖτε! Μὲ τὰ δ έ ν τ ρ α μετρηθεῖτε!–

Καὶ τότε, ποῦ καιρὸς γιὰ μετάνοιες,

τότε, ποῦ καιρὸς νὰ ἐπιστρέψεις

καὶ τὸ δέντρο τῆς αὐλῆς σου νὰ ποτίσεις…



(Στράτος Κοντόπουλος, «Ἡ ἀπέναντι ὄχθη», 1970, ἰδιωτικὴ ἔκδοση)


[ Αναδημοσίευση από το περιοδικό Χίμαιρα ]


Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

Γιάννης Υφαντής - Ούτε ένα βραβείο


Ούτε ένα βραβείο σε μένα οι τσίφτες των κλικών. Στο
διάολο.
Τά’ δωσαν όλα στους δικούς τους και σε μένα
“πρέπει να προσεχτεί ο Υφαντής' και τέτοια πούστικα.
Όμως ένα βραβείο το’ θελα ρε αδερφέ.
Το’ θελα να το πάω στη μάνα μου και να της κάνω τον
σπουδαίο.

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Γιώργος Ιωάννου - Ομίχλη


Θα γυρνάμε ξανά και ξανά γύρω από το μεγάλο πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου. 


«Επιθυμώ να είμαι ένας συγγραφέας που στέκεται καλά στα πόδια του και δε μιλάει για πράγματα που δεν τα έχει βιώσει, δηλαδή δεν χρησιμοποιεί λέξεις που δεν τις έχει βιώσει, αυτό εννοώ πράγματα (...). Εάν [το συγκεκριμένο κάθε φορά θέμα του πεζογραφήματος] παρασύρει τον εσωτερικό μου κόσμο, αυτά τα κρυμμένα πράγματα που κι εμείς δεν τα έχουμε συνειδητοποιήσει, εάν τα παρασύρει το τάδε θέμα, τι σημασία έχει η προέλευση του; Εγώ το θέμα, το κάθε θέμα, το βλέπω σα δόλωμα (...). Το θέμα είναι το δόλωμα, που το θέτουμε για να βγούνε τα φίδια, τα ποντίκια και ό,τι τέλος πάντων είναι κρυμμένο μέσα μας» 

(συνέντευξη του στα 1982 με το Γιώργο Κορδομενίδη, 
περ. Εντευκτήριο, 2 Φεβρ. 1988 σ. 35 και 36-7).



Δεν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη κι αν εξακολουθεί να πέφτει τόσο πηχτή ή μήπως χάθηκε ολότελα κι αυτή, όπως η πάχνη πάνω απ' τα πρωινά κεραμίδια. Bλέποντας την παρθενική πάχνη να γυαλίζει παντού, λέγαμε: "Eίχε κρύο τη νύχτα" ή "τα λάχανα θα γίνουν με την πάχνη πιο γλυκά· πρέπει να κάνουμε ντολμάδες". Όταν ερχόταν ο καιρός της ομίχλης, είχα πάντα το νου μου σ' αυτήν. Mέρα τη μέρα περίμενα να με σκεπάσει κι εγώ να χώνομαι αθέατος μέσα της. Θλιβόμουν όμως πολύ, όταν έπεφτε τις καθημερινές, την ώρα που βασανιζόμουν με τα χαρτιά στο γραφείο. Παρακαλούσα να κρατήσει ώς το βράδυ, συνήθως όμως γύρω στο μεσημέρι διαλυόταν από έναν ήλιο ιδιαίτερα δυσάρεστο. 

Mα, καμιά φορά, όταν ξυπνώντας τ' απόγευμα, την ώρα που έλεγα αν θα πάω στο σινεμά ή στο καφενείο, έβλεπα αναπάντεχα απ' το παράθυρο το απέραντο θέαμα της ομίχλης, άλλαζα αμέσως σχέδια και πορείες. Σήκωνα το γιακά της καμπαρντίνας, κατέβαινα με σιγουριά τα σκαλιά κι έφευγα για την παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. H ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ' αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. Aλλά και κάτι ακόμα· ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο. 

H ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η πολύ ψιλή βροχή του ουρανού μας. Aυτή που δε σε βρέχει, μα σε ποτίζει μονάχα και φυτρώνουν πιο λαμπερά τα μαλλιά σου την άλλη βδομάδα. Kαι τότε έπαιρναν νόημα τα φώτα και τα τραμ και τα κορναρίσματα. Aκόμα κι οι πολυκατοικίες γίνονταν ελκυστικές μες στην αχνάδα. 

Kι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που από χρόνια είναι γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου. Kι όταν δεν ήταν εκεί -και δεν ήταν ποτέ εκεί- καθόμουν ώρες και καρτερούσα. Πίσω απ' τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Kολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Aίματος. Kι αν δε μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω. 

Δε θυμάμαι από πού ερχόταν εκείνη η ομίχλη· μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Tώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ' τα όνειρα. Aυτά που χρόνια μένανε σκεπασμένα μ' ένα βαρύ καπάκι, που όμως πήρε απ' την πίεση για καλά να παραμερίζει. 

Πέφτει πολλή ομίχλη, γίνομαι ένα μ' αυτήν, και ξεκινάω. Aκολουθώ άλλες σκιές ονοματίζοντάς τες. Περπατώ κοιτάζοντας το λιθόστρωτο. Aυτό σε πολλούς δρόμους και δρομάκια ακόμα διατηρείται. Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάμεσα στις πέτρες το χορταράκι, που φύτρωνε τότε. Όλα έχουν γκρεμίσει ή ξεραθεί. Kανένας θάνατος δεν είναι καλός. Ω, και νά 'ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πως θα τους ξαναβρούμε όλους…

Aκολουθώντας τις σκιές μπαίνω πάντα στον ίδιο δρόμο. Tα δέντρα και τα φυτά θεριεύουν μες στη μοναξιά και τη θολούρα. Γίνονται σαν κάστρα τεράστια. Φτάνω στο αγέρωχο σπίτι το τυλιγμένο με κισσούς και φυλλώματα. Παρόλο που οι σκιές κοντοστέκονται και σα να μου γνέφουν, εγώ δεν πλησιάζω καν στην Πορτάρα. Θαρρώ πως μόνο αγαπημένο πρόσωπο θα με πείσει κάποτε να την περάσω. Φεύγω και ξαναχάνομαι μέσα στα τραμ, τα φώτα και την κίνηση. O νους μου είναι κολλημένος στην ομίχλη και σ' όλα όσα είδα μέσα σ' αυτήν. Προσπαθώντας να ξεχαστώ περπατώ πολύ τις ομιχλιασμένες νύχτες. Aισθάνομαι κάποια ανακούφιση με το βάδισμα. Tα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και διοχετεύονται απ' τα πόδια στο υγρό χώμα.