Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Ανακοίνωση

Σύμφωνα με την ανακοίνωση από το site του δήμου Πλαστήρα (δείτε εδώ) ο Δ' διαγωνισμός διηγήματος "Αντώνη Σαμαράκη" παρατείνεται μέχρι τις 15 Οκτωβρίου. 

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Ρινόκερος (Ε. Ιονέσκο)




Με χαρά συνεχίζω αυτή την ανάρτηση, από την εξαιρετική προηγούμενη, μιας και μου δίνεται η ευκαιρία να αναφερθώ σε αυτό το έργο, από τη στιγμή που ο Ε. Ιονέσκο για μένα ήταν ένας από τους πιο στοχαστικούς και σημαντικούς θεατρικούς συγγραφείς στην εποχή του και μεταγενέστερα. Κι αν υπάρχει ένα πράγμα που αναγνωρίζω στην ελληνική τέχνη, αυτό είναι η αγάπη που έχουμε για το θέατρο, ώστε να μπορούμε να απολαμβάνουμε και να προβληματιζόμαστε με τέτοια έργα. Ιδού λοιπόν ο ''Ρινόκερος'' από το Εθνικό Θέατρο...






Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Ο "Ρινόκερος" του Ευγένιου Ιονέσκο

Το 1938, ο συγγραφέας Ντενί ντε Ρουζμόν, βρέθηκε στη Νυρεμβέργη τη μέρα μιας ναζιστικής εκδήλωσης. Μας λέει ότι είχε σταθεί στο κέντρο ενός μεγάλου πλήθους που περίμενε τον Χίτλερ.
 Οι άνθρωποι γύρω του είχαν αρχίσει να ανυπομονούν όταν στο βάθος μιας λεωφόρου φάνηκε, μικροσκοπικός, ο Φύρερ με την ακολουθία του. Τότε ο ντε Ρουζμόν, είδε το πλήθος να καταλαμβάνεται προοδευτικά από υστερία, ουρλιάζοντας σαν τρελό για τον σκοτεινό εκείνο άνθρωπο. Όσο προχωρούσε ο Χίτλερ τόσο απλωνόταν και η υστερία και πλημμύριζε τα πάντα.
 Στην αρχή ο συγγραφέας έμεινε κατάπληκτος από αυτή την παράκρουση που έβλεπε. Όταν όμως ο Φύρερ πλησίασε και η γενική υστερία κατέλαβε και όσους βρισκόντουσαν γύρω του, ο Ντενί ντε Ρουζμόν ένιωσε μέσα του ότι αυτός ο παροξυσμός κόντευε να παρασύρει και τον ίδιο, αυτή η παράκρουση τον "ηλέκτριζε". Ήταν έτοιμος να ενδώσει στη μαγεία, όταν, ξαφνικά, κάτι ξεπήδησε από τα κατάβαθά του είναι του κι αντιστάθηκε στο μαζικό παραλήρημα. Στη συνέχεια, ένιωσε πολύ άσχημα. Φοβερή μοναξιά ανάμεσα σ΄ένα πλήθος που ζητωκραύγαζε, αλλά ταυτόχρονα αντιστεκόταν.
 Ύστερα, ενώ ανατρίχιασε ολόκληρος, κατάλαβε ποιο νόημα είχε η φρίκη του. Εκείνη τη στιγμή δεν αντιστεκόταν η σκέψη του, δεν ερχόντουσαν στο μυαλό του επιχειρήματα, αλλά επαναστατούσε όλο του το είναι, όλη του η "προσωπικότητα".
 Ίσως αυτό να είναι το σημείο που ξεκίνησε ο "Ρινόκερος". Γιατί, χωρίς αμφιβολία, είναι σχεδόν αδύνατο, τη στιγμή που κάποιος κατακλύζεται από επιχειρήματα, δόγματα, "πνευματικά συνθήματα", κάθε είδους προπαγάνδες, να δώσει εκείνη την ίδια  στιγμή μιαν εξήγηση στο γιατί αρνείται να ενδώσει. 
 Ο στοχασμός θα έρθει, αλλά σίγουρα αργότερα, για να υποστηρίξει την άρνηση. Τη φυσική εσωτερική αντίσταση, την απάντηση της ίδιας της ψυχής. Ο Μπερανζέ, λοιπόν, δεν καλοξέρει, τη στιγμή που αντιστέκεται στη " ρινοκερίτιδα", γιατί το κάνει. Κι αυτό μας δείχνει ότι η αντίστασή του είναι αυθεντική και βαθιά. Ο Μπερανζέ είναι, ίσως, σαν τον Ντενί ντε Ρουζμόν, αλλεργικός σε κινήσεις και εκδηλώσεις πλήθους. Μισεί τα εμβατήρια, τους στρατιωτικούς και τα παρόμοια.
Ο "Ρινόκερος", αναμφισβήτητα, είναι έργο αντιναζιστικό. Κυρίως, όμως, είναι ένα έργο που αντιτίθεται σε κάθε μαζική υστερία, σε κάθε επιδημία, που κρύβεται κάτω από την καλύπτρα της λογικής και των ιδεών, αλλά που δεν παύει να είναι κοινωνική αρρώστια,της οποίας οι ιδεολογίες, στην πραγματικότητα, είναι το "άλλοθι".
Αν διαπιστώσουμε ότι η ιστορία παραλογίζεται, αν η παραπληροφόρηση της κάθε προπαγάνδας υπάρχει για να καλύπτει τις αντιφάσεις ανάμεσα στα γεγονότα και τις ιδεολογίες που υποστηρίζει, αν καταφέρουμε να ρίξουμε ένα καθάριο βλέμμα στην επικαιρότητα, αυτό φτάνει για να μας εμποδίσει να υποκύψουμε στην παράλογη "λογική" και στα ψέματα που μας σερβίρουν, για να γλιτώσουμε από κάθε ίλιγγο....
                                      Ευγένιος Ιονέσκο  

Υπόθεση του έργου:
Ο Ιονέσκο, εκπρόσωπος του "θεάτρου του παραλόγου" γράφει τον ΄΄ Ρινόκερο΄΄το 1959. Kατά τη διάρκεια των τριών πράξεων του έργου οι κάτοικοι μιας μικρής, επαρχιακής Γαλλικής πόλης μεταμορφώνονται σε ρινόκερους. Τελικά ο μόνος άνθρωπος που δεν υποκύπτει σε αυτή τη μαζική μεταμόρφωση είναι ο κεντρικός χαρακτήρας Μπερανζέ. 

Αποσπάσματα από το θεατρικό έργο:
ΝΤΈΖΗ: Αυτοί είναι οι άνθρωποι...τους βλέπεις; Κοίτα πόσο είναι χαρούμενοι!Νιώθουνε ευδαιμονία μεσ' στο καινούριο τους πετσί!!Και δεν μοιάζουνε καθόλου τρελοί, δείχνουνε φυσιολογικότατοι. Θα πρέπει ν' αποφάσισαν να μεταμορφωθούν,ύστερα από πολύ μεγάλη σκέψη.
ΜΠΕΡΑΝΖΕ, σταυρώνοντας τα χέρια του και κοιτάζοντας την Ντέζη με απόγνωση: Ντέζη, σε βεβαιώνω... Μόνο εμείς σκεφτόμαστε λογικά, μόνο εμείς έχουμε δίκιο!
ΝΤΕΖΗ: Τι εγωισμός και υπεροψία!
ΜΠΕΡΑΝΖΕ: Το ξέρεις πολύ καλά ότι έχω απόλυτο δίκιο!
ΝΤΕΖΗ: Το απόλυτο δεν υπάρχει πουθενά... Το δίκιο το έχουνε οι πολλοί. Ούτε εσύ... ούτε εγώ...
ΜΠΕΡΑΝΖΕ: Κι όμως, Ντέζη, έχω και το ξέρεις. Απόδειξη, όταν μιλάω, εσύ με καταλαβαίνεις!
.......................................................
ΜΠΕΡΑΝΖΕ: Πάει καλά. Εγώ πάντως, ό,τι και να μου λες, στ' ορκίζομαι, εγώ, θα τους πολεμήσω... Μάρτυς μου ο Θεός. Θ' αντισταθώ, δεν θα συνθηκολογήσω!
ΝΤΕΖΗ, σηκώνεται, πλησιάζει τον Μπερανζέ και τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του: Φτωχή μου αγάπη, θ' αντισταθώ κι εγώ μαζί σου, μέχρι το τέλος!
ΜΠΕΡΑΝΖΕ: Θα μπορέσεις;
ΝΤΕΖΗ: Δείξε μου εμπιστοσύνη... θα κρατήσω τον λόγο μου.(Ακούγονται οι ρινόκεροι να τραγουδάνε απαλά και μελωδικά).
Τους ακούς; Τραγουδάνε!
ΜΠΕΡΑΝΖΕ: Δεν τραγουδάνε, μουγγανίζουν.
ΝΤΕΖΗ: Όχι, τραγουδάνε...
ΜΠΕΡΑΝΖΕ: Μουγγανίζουν, σου λέω... Τραγούδι το λες αυτό;
ΝΤΕΖΗ: Εσύ δεν ξέρεις από μουσική... τραγουδάνε και μάλιστα πολύ μελωδικά!
.......................................................
ΜΠΕΡΑΝΖΕ: [...] Εγώ δεν θα γίνω σαν κι εσάς, όχι...(Κλείνει προσεκτικά και τα παράθυρα).Δεν θα με παρασύρετε, τ'ακούσατε; Ποτέ!(Απευθύνεται σ' όλα τα κεφάλια των ρινόκερων). Δεν θα σας ακολουθήσω, ούτε θα γίνω σαν κι εσάς, γιατί δεν σας καταλαβαίνω. Θα παραμείνω αυτό που είμαι. Εγώ είμαι ανθρώπινο πλάσμα... ένας άνθρωπος! [....]Θα υπερασπίσω τον εαυτό μου ενάντια σ' όλο τον κόσμο... δεν θα καθίσω με σταυρωμένα τα χέρια, θα πολεμήσω...Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος...και μέχρι να' ρθει το τέλος θα παραμείνω άνθρωπος! Όχι, δεν θα συνθηκολογήσω!... ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΩ ΣΑΝ ΚΑΙ ΕΣΑΣ!

Μυστικό - Αρθούρος Ρεμπώ

Πάνω στην κλίση της κατωφέρειας οι άγγελοι γυρίζουν τα μάλλινα φορέματά τους μέσα στις βοσκές από ατσάλι και σμαράγδι.
         Λιβάδια από φλόγες αναπηδούν μέχρι την κορυφή του λόφου. Αριστερά το κοπρόχωμα της διαχωριστικής γραμμής ποδοπατείται από όλους τους ανθρωποκτόνους και απο όλες τις μάχες, και όλοι οι καταστρεπτικοί θόρυβοι αυξομειώνουν την καμπύλη τους. Πίσω από την διαχωριστική γραμμή της δεξιάς πλευράς η γραμμή της ανατολής, της προόδου.
        Και ενόσω η λουρίδα στα ψηλά του πίνακα σχηματίζεται από τη στρεφόμενη και πηδηχτή χλαλοή των κοχυλιών των θαλασσών και των ανθρωπίνων νυχτών,
        Η ανθισμένη γλυκά των άστρων και του ουρανού και του υπολοίπου κατεβαίνει αντίκρυ στην πλαγιά, σαν πανέρι-κολλητά στο πρόσωπό μας, και κάνει το βάραθρό ανθιστό και γαλάζιο εκεί κάτω.

Από το βιβλίο Εκλάμψεις

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Ρήσεις συγγραφέων





Τα βιβλία έχουν τους ίδιους εχθρούς με τον άνθρωπο: τη φωτιά, την υγρασία, την ανοησία, το χρόνο και το ίδιο τους το περιεχόμενο.

~ Paul Valéry ~

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Έρωτας στο θέατρο


Για χάρη σου πρόδωσα τον πατέρα και το σπίτι μου
κι ήρθα, δαρμένη από έρωτα για σένα ως το Πήλιο,
στην Ιωλκό, μαζί σου, τυφλά ακολουθώντας
το αίσθημα κι όχι τη λογική.

Ευριπίδη, Μήδεια

~ ~ ~


Γελάει με τραύματα όποιος δεν πληγώθηκε ποτέ.
Μα σουτ! τι φως προβάλλει εκεί απ' το παράθυρο; 
Είν' η ανατολή κι είναι η Ιουλιέτα ο ήλιος.
Πρόβαλε, ήλιε, σκότωσε τη φτονερή σελήνη
που κιόλα είν' άρρωστη, χλωμή από τον καημό της
που εσύ παρθένα της είσαι ομορφότερή της!
Παρθένα της μην είσαι αφού'ναι τόσο φτονερή:
ντύνει φορέματα αχνοκίτρινα τις κόρες της,
που μόνον οι τρελοί τα βάζουν: βγάλ'τα εσύ!
Είναι η κυρά μου, ω είναι η αγάπη μου.
Ω και να το'ξερε πως είναι!
Μιλάει, μα δε λέει τίποτα. Και τι μ' αυτό;
Το βλέμμα της μιλάει: θ' αποκριθώ σ' αυτό.
Μα παραπήρα θάρρος, δε μιλάει σε μένα.
Τα δυο ωραιότερα άστρα όλου τ' ουρανού,
που κάπου θεν να παν, παρακαλούν τα μάτια της
ν' αστροβολούν στις σφαίρες τους ως να γυρίσουν.
Μ' αν πήγαιναν τα μάτια της εκεί κι εκείνα
στην όψη της, η λάμψη της θα ντρόπιαζε τ' αστέρια
καθώς η λάμψη της ημέρας μια λαμπάδα.
Τα μάτια της στον ουρανό θα πλημμυρούσαν
το διάστημα το αγέρινο με τόση λάμψη
που θα λαλούσαν τα πουλιά, σαν να ξημέρωσε.
Κοίτα πώς ακουμπάει το μάγουλο στο χέρι της!
Ω, να' μουν γάντι στο χεράκι αυτό, για ν' άγγιζα
το μάγουλό της!

Σαίξπηρ, Ρωμαίος και Ιουλιέτα

~ ~ ~



Τόσες δεν είναι οι ομορφιές, τόσα δεν είν' τα κάλλη,
μα τούτο εκ την αγάπη σου γεννάται τη μεγάλη.
Μα γη όμορφή' μαι γη άσκημη, Πανάρετε ψυχή μου,
για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.

Χορτάτση, Ερωφίλη

~ ~ ~


Αχ, τι τρελή, τι τρελή!
Στο λέω, να μοιραστώ δε θέλω
μαζί σου ούτε κρεβάτι ούτε ψωμί,
κι όμως δεν είναι μια στιγμή
που να μπορώ να ζω μακριά σου.
Γιατί με διώχνεις κι εγώ μένω, μου λες να φύγω, μα με σέρνεις
σαν αχερόκλωνο του αγέρα.
Σκέψου, παράτησα έναν άντρα
μ'όλο το σόι του στη μέση, 
κι έφυγα πριν τελειώσει ο γάμος
με το στεφάνι στο κεφάλι.
Όμως εσένα θα σκοτώσουν,
εσένα! Κι έρχονται. Δε θέλω!
Άσε με μόνη! Φύγε, φύγε!
Κανείς δεν είναι να σε σώσει.

Λόρκα, Ματωμένος γάμος


Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Διαγωνισμός Αστυνομικής Ιστορίας από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο


Το θέμα του διαγωνισμού είναι ''Ο φόβος του ξένου''.


Διάρκεια
Ως ημερομηνία έναρξης του διαγωνισμού ορίζεται η 10η Οκτωβρίου 2013 και ως ημερομηνία λήξης η 10η Δεκεμβρίου 2013. Κάθε συμμετοχή που θα σταλεί εκτός των χρονικών πλαισίων θα θεωρείται εκπρόθεσμη και δεν θα γίνεται δεκτή.

Το θέμα
«Ο φόβος του ξένου»
Η ανάπτυξη του θέματος και της πλοκής των ιστοριών είναι απολύτως ελεύθερη για τους συμμετέχοντες. Τα διαγωνιζόμενα κείμενα πρέπει να είναι αστυνομικά διηγήματα με την ευρεία έννοια του όρου, να μην έχουν δημοσιευτεί στο παρελθόν σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή ούτε να έχουν υποβληθεί σε άλλον διαγωνισμό.

Έκταση κειμένωνΟι ιστορίες δεν θα πρέπει να ξεπερνούν σε έκταση τις 2.500 λέξεις (στην καταμέτρηση συμπεριλαμβάνεται και ο τίτλος της ιστορίας).

Οι κριτές
Η πρωτοτυπία του συγκεκριμένου διαγωνισμού έγκειται στο γεγονός πως ΕΣΕΙΣ οι ίδιοι κρίνετε το αποτέλεσμα. Οι συμμετέχοντες στον διαγωνισμό διαβάζουν τα κείμενα, αξιολογούν και βαθμολογούν για να αναδείξουν τους νικητές.


Οι νικητές
Οι δέκα ιστορίες που θα συγκεντρώσουν την υψηλότερη βαθμολογία θα εκδοθούν σε βιβλίο που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ με τον τίτλο Ο φόβος του ξένου, 10 αστυνομικές ιστορίες. Η συλλογή θα κυκλοφορήσει σε έντυπη και ψηφιακή μορφή η οποία θα διατεθεί προς πώληση στα βιβλιοπωλεία (και e-shops). Μέρος των εσόδων από τις πωλήσεις θα διατεθούν για τους σκοπούς της πλατφόρμας «Συν Αθηνά» του Δήμου Αθηναίων, η οποία στηρίζει και διευκολύνει τις ομάδες πολιτών που με τις δράσεις τους βελτιώνουν την ποιότητα ζωής στην Αθήνα. Επιπλέον, οι δέκα νικητές θα έχουν προτεραιότητα σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση τυχόν μελλοντικών έργων τους που θα υποβληθούν στις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ προς έκδοση.
Η ιστορία του πρώτου νικητή θα διασκευαστεί θεατρικά για το ραδιόφωνο από τον σταθμό Αθήνα 9.84.
Ο δεύτερος και ο τρίτος νικητής θα κερδίσουν βιβλία αστυνομικής λογοτεχνίας από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, δικής τους επιλογής και ονομαστικής αξίας 200 και 100 ευρώ αντιστοίχως.
Η ανακοίνωση των νικητών θα γίνει σε ειδική τιμητική εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί  σε συνεργασία με τον ΑΘΗΝΑ 9.84 εντός του πρώτου εξαμήνου του 2014 και θα είναι ανοιχτή στο κοινό.


Δικαίωμα συμμετοχής – Βασικές προϋποθέσεις
Δικαίωμα συμμετοχής στον διαγωνισμό έχουν όλοι όσοι έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους είτε έχουν εκδώσει άλλο οποιοδήποτε έργο είτε όχι.
Η υποβολή των κειμένων γίνεται μόνο ηλεκτρονικά.


Η Οργανωτική Επιτροπή
Ελένη Μπούρα, Αναστασία Καμβύση, Μαρία Ξυλούρη, Ντόρα Τσακνάκη, Ειρήνη Χριστοπούλου εκ μέρους των εκδόσεων ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ


Επικοινωνία
Για οποιαδήποτε πληροφορία ή διευκρίνιση σχετικά με τον διαγωνισμό αστυνομικής ιστορίας μπορείτε να επικοινωνείτε στο e-mail: diagonismos.crime@metaixmio.gr.



ΟΡΟΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΟΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ
1. Ο διαγωνισμός θα διεξαχθεί, αποκλειστικά μέσω του Διαδικτύου, από τις 10 Οκτωβρίου έως τις 10 Δεκεμβρίου 2013, αυστηρά εντός του συγκεκριμένου χρονικού πλαισίου. Οποιοσδήποτε άλλος τρόπος υποβολής των ιστοριών πέρα από την ηλεκτρονική αποστολή δεν θα γίνεται δεκτός.
2. Τα διαγωνιζόμενα κείμενα θα πρέπει να είναι πρωτότυπα, δακτυλογραφημένα στα ελληνικά, να μην υπερβαίνουν σε έκταση τις 2.500 λέξεις, να μην έχουν δημοσιευτεί στο παρελθόν σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή ούτε να έχουν υποβληθεί σε άλλο διαγωνισμό.
3. Στον διαγωνισμό μπορούν να λάβουν μέρος όλοι όσοι έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους είτε έχουν εκδώσει άλλο οποιοδήποτε έργο είτε όχι, κάτοικοι Ελλάδας ή εξωτερικού. Από τον διαγωνισμό αποκλείονται όλοι οι εργαζόμενοι στις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, καθώς και όσοι εργάζονται στις εταιρείες των υποστηρικτών – χορηγών.
4. Ο κάθε διαγωνιζόμενος μπορεί να συμμετάσχει με μία μόνο ιστορία και θα φέρει την ευθύνη της υπογραφής του και κάθε άλλη ευθύνη σχετικά με την πατρότητα και την πρωτοτυπία του κειμένου.
5. Ο κάθε διαγωνιζόμενος υποχρεούται επίσης να αξιολογήσει και να βαθμολογήσει τις ιστορίες των άλλων συμμετεχόντων. Ο αριθμός των ιστοριών που είναι υποχρεωμένος να διαβάσει και να αξιολογήσει θα προκύψει από τον συνολικό αριθμό των ιστοριών που θα υποβληθούν και θα ανακοινωθεί στις 13/12/2013. Εάν κάποιος υποψήφιος δεν αξιολογήσει τον αριθμό ιστοριών που του αναλογεί, θα αποκλείεται αυτομάτως από τη διαδικασία αξιολόγησης και από τον διαγωνισμό. Το σύστημα της βαθμολόγησης θα ανακοινωθεί και θα γνωστοποιηθεί στους συμμετέχοντες με τη λήξη του διαγωνισμού.
6. Οι δέκα ιστορίες που θα συγκεντρώσουν την υψηλότερη βαθμολογία θα εκδοθούν σε βιβλίο που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ με τον τίτλο Ο φόβος του ξένου, 10 αστυνομικές ιστορίες. Η συλλογή θα κυκλοφορήσει σε έντυπη και ψηφιακή μορφή εντός του πρώτου εξαμήνου του 2014, η οποία θα διατεθεί προς πώληση στα βιβλιοπωλεία (και e-shops). Μέρος των εσόδων από τις πωλήσεις θα διατεθούν για τους σκοπούς της πλατφόρμας «Συν Αθηνά» του Δήμου Αθηναίων.
7. Οι εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ δεσμεύονται να εξετάσουν κατά προτεραιότητα τυχόν μελλοντικές προτάσεις έργων προς έκδοση τις οποίες θα τους υποβάλουν οι συγγραφείς των δέκα ιστοριών που θα προκριθούν.
8. Η ιστορία του πρώτου νικητή θα διασκευαστεί θεατρικά για το ραδιόφωνο από τον σταθμό Αθήνα 9.84. Ο δεύτερος και ο τρίτος νικητής θα κερδίσουν βιβλία αστυνομικής λογοτεχνίας από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, δικής τους επιλογής και ονομαστικής αξίας 200 και 100 ευρώ αντιστοίχως.
9. Η ανακοίνωση των νικητών θα γίνει σε ειδική τιμητική εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί  σε συνεργασία με τον ΑΘΗΝΑ 9.84 στο αμφιθέατρο του σταθμού εντός του πρώτου εξαμήνου του 2014 και θα είναι ανοιχτή στο κοινό. Πριν από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων την ημέρα της εκδήλωσης θα ειδοποιηθούν τηλεφωνικά  μόνο όσοι από τους δέκα νικητές διαμένουν εκτός Αττικής προς διευκόλυνση του ταξιδιού τους, εφόσον επιθυμούν να παρευρεθούν. Τα ονόματα των δέκα νικητών θα ανακοινωθούν στη συνέχεια (μετά την εκδήλωση) στον διαδικτυακό τόπο των εκδόσεωνwww.metaixmio.gr. Δεν θα ανακοινωθεί η σειρά κατάταξης των υπόλοιπων ιστοριών.
10. Η υποβολή των ιστοριών γίνεται με αποστολή του κειμένου στην ηλεκτρονική διεύθυνσηdiagonismos.crime@metaixmio.gr. Στο θέμα του e-mail πρέπει να αναγράφεται: ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Στο σώμα του μηνύματος πρέπει να σημειώνονται επίσης ο τίτλος της ιστορίας και τα προσωπικά στοιχεία του διαγωνιζόμενου (ονοματεπώνυμο και τηλέφωνο επικοινωνίας). Συνημμένα πρέπει να υπάρχουν δύο ξεχωριστά αρχεία: 1. το κείμενο της ιστορίας (σε αρχείο word), με τον τίτλο χωρίς το όνομα του δημιουργού, 2. το βιογραφικό του δημιουργού (σε διαφορετικό αρχείο word), το οποίο θα συμπεριλαμβάνει, εκτός από αναλυτικά στοιχεία επικοινωνίας, και βασικές πληροφορίες για τον συμμετέχοντα (ηλικία, επαγγελματική ιδιότητα, οικογενειακή κατάσταση, βασικές σπουδές).
11. Δίνεται η δυνατότητα υποβολής ιστορίας με λογοτεχνικό ψευδώνυμο. Στο βιογραφικό σημείωμα όμως του διαγωνιζόμενου θα πρέπει να σημειώνονται τα πραγματικά στοιχεία της ταυτότητάς του.
12. Οποιαδήποτε συμμετοχή δεν συμφωνεί με όλους ανεξαιρέτως τους όρους του διαγωνισμού θα αποκλείεται αυτόματα από αυτόν, ως άκυρη, χωρίς ειδοποίηση του διαγωνιζόμενου.
13. Με την ηλεκτρονική αποστολή της ιστορίας ο διαγωνιζόμενος αποδέχεται ότι το έργο του θα τεθεί υπό αξιολόγηση και εκχωρεί στις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ το αποκλειστικό δικαίωμα για δημοσίευση της ιστορίας του σε βιβλίο (εφόσον διακριθεί στον διαγωνισμό) χωρίς άλλη αξίωση ή απαίτηση οικονομικής φύσης. Οι  δέκα νικητές αποδέχονται ότι τα έσοδα που θα προκύψουν από τις πωλήσεις του βιβλίου και αντιστοιχούν στο ποσοστό δικαιωμάτων τους ως συγγραφείς, θα παραχωρηθούν στις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ με στόχο την προώθηση της αστυνομικής λογοτεχνίας.
14. Στο εξώφυλλο της έκδοσης (έντυπης και ψηφιακής) θα αναγράφεται το πλήρες ονοματεπώνυμο των δέκα δημιουργών ή το ψευδώνυμό τους, ενώ στο εσωτερικό της έκδοσης, στις τελευταίες σελίδες, θα υπάρχουν τα ονόματα όλων όσοι έλαβαν μέρος στον διαγωνισμό.
15. Οι δέκα νικητές δικαιούνται δωρεάν από δύο αντίτυπα της έντυπης έκδοσης, ενώ όλοι ανεξαιρέτως όσοι θα συμμετάσχουν στον διαγωνισμό θα λάβουν ένα αντίτυπο της ψηφιακής έκδοσης.
16. Όλη η επικοινωνία για τον διαγωνισμό θα γίνεται μόνο ηλεκτρονικά μέσω της ηλεκτρονικής διεύθυνσηςdiagonismos.crime@metaixmio.gr.
17. Ο διοργανωτής διατηρεί το δικαίωμα να μεταβάλει τις ημερομηνίες ή να ματαιώσει τον διαγωνισμό.
18. Η συμμετοχή στον διαγωνισμό προϋποθέτει και συνεπάγεται την πλήρη και ανεπιφύλακτη αποδοχή του  συνόλου των παραπάνω όρων.


(Πηγή: http://www.metaixmio.gr/news/2747-o_fovos_tou_xenou.aspx)


Λογοτεχνικοί Τόποι


Ζάκυνθος


Στενός ο δρόμος, που μόλις χωρούσε να περάσει ένα αμάξι ή ένα κάρο και καθόλου ίσιος και με γυρίσματα, έτσι που τα σπίτια που βρίσκονταν στη μια του άκρη να μη φαίνονται στην άλλη. Ήταν ένα από τα παλιά καντούνια που βγάζουν στην παραλιακή λεωφόρο του Άμμου. Φαινόταν λοιπόν από' κει σ' αντίθεση με το δρόμο βυθισμένο στη σκιά και στριμωγμένο θαρρείς ανάμεσα στα δυο τελευταία σπίτια, ένα μέρος ηλιόλουστο και πολυσύχναστο της ανοιχτής λεωφόρου, από όπου άρχιζε ν' ανεβαίνει προς τον ουρανό η γαληνεμένη θάλασσα με δυο τρεις ψαράδικες βάρκες. Τ περισσότερα σπίτια είναι φτωχικά, μικρά μονώροφα, με πράσινα, τα πιο πολλά παραθυρόφυλλα και με φρεσκάδες, απομεινάρια του καλοκαιριού, μεγάλα, δηλαδή, ξύλινα πλαίσια επάνω στα οποία οι νοικοκυρές τέντωναν λευκό πανί και τα κρεμούσαν σαν τέντες μπροστά στα παράθυρα. Πολλά είναι κι εδώ τα χαμόγεια, κρασοπουλειό τα περισσότερα, από τις πόρτες των οποίων προβάλλει η άκρη ενός πάγκου και- το συνηθισμένο στολίδι των περισσότερων δρόμων της πόλης αυτής που αγαπά το κρασί- μια κόκκινη σημαία, σε καλαμένιο κοντάρι, επάνω στην οποία είναι γραμμένη η τιμή του κρασιού.

Γρηγόριος Ξενόπουλος "Μαργαρίτα Στέφα"


Παλαιά Φώκαια

Ανάβυσσος είναι ένα έρημο μέρος παραθαλάσσιο, στον κόρφο του Σαρωνικού, πάνω-κάτω δέκα μίλια πριν απ' το Σούνιο. Κανένας δημόσιος δρόμος δε βγάζει σ' εκείνο το μέρος. Όλοι οι δρόμοι τραβούν πίσω απ' τους μικρούς λόφους που κλείνουν την άγονη γη του τόπου, όπου ο οδοιπόρος δε θα βρει δέντρο μήτε ένα. Σκίνα μονάχα βρίσκουνται, αγκάθια, βούρλα και άμμος. Χέρια ανθρώπου από πολλούς αιώνες δεν όργωσαν το χώμα, κι ο άμμος κι η βροχή και ο ήλιος έκαμαν το έργο τους χωρίς τον ίδρο του ανθρώπου. Οι λόφοι προχωρούν ως χαμηλά στη θάλασσα, τη ζώνουν και κάνουν ένα φυσικό κόρφο που αφήνει ένα στενό πέρασμα κατά το πέλαγο. Μέσα από τούτο το πέρασμα τα τσακάλια, οι λαγοί κι οι αγριομέλισσες βλέπουν στο βάθος τη γαλανή γραμμή της Πελοποννήσου, της Αίγινας και της Ύδρας, και ποιος ξέρει τι λένε συναμεταξύ τους γι' αυτούς τους μακρινούς τόπους.

Ηλίας Βενέζης "Γαλήνη"




Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Μάνος Χατζιδάκις για τον νεοναζισμό



"Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενυσχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.   

Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.   

Ενώ τα πουλιά… Για τα πουλιά, μόνον οι δολοφόνοι, οι άθλιοι κυνηγοί αρμόζουν, με τις «ευγενικές παντός έθνους παραδόσεις». Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή «λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων» σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες.   

Πρόσφατη περίπτωση ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μόνο που ο πόλεμος αυτός μας δημιούργησε για ένα διάστημα μιαν αρκετά μεγάλη πλάνη, μιαν ψευδαίσθηση. Πιστέψαμε όλοι μας πως σ’ αυτό τον πόλεμο η Δημοκρατία πολέμησε το φασισμό και τον νίκησε. Σκεφθείτε: η «Δημοκρατία», εμείς με τον Μεταξά κυβερνήτη και σύμμαχο τον Στάλιν, πολεμήσαμε το ναζισμό, σαν ιδεολογία άσχετη από μας τους ίδιους. Και τον… νικήσαμε. Τι ουτοπία και τι θράσος. Αγνοώντας πως απαλλασσόμενοι από την ευθύνη του κτηνώδους μέρους του εαυτού μας και τοποθετώντας το σε μια άλλη εθνότητα υποταγμένη ολοκληρωτικά σ’ αυτό, δεν νικούσαμε κανένα φασισμό αλλά απλώς μιαν άλλη εθνότητα επικίνδυνη που επιθυμούσε να μας υποτάξει.   

Ένας πόλεμος σαν τόσους άλλους από επικίνδυνους ανόητους σε άλλους ανόητους, περιστασιακά ακίνδυνους. Και φυσικά όλα τα περί «Ελευθερίας», «Δημοκρατίας», και «λίκνων πνευματικών και μη», για τις απαίδευτες στήλες των εφημερίδων και τους αφελείς αναγνώστες. Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού τη στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι, που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους.   (Κάτι σαν την ηθική των γερόντων χριστιανών. Το καλό και το κακό έξω από μας. Στον Χριστό και τον διάβολο. Κι ένας Θεός που συγχωρεί τις αδυναμίες μας εφόσον κι όταν τον θυμηθούμε μες στην ανευθυνότητα του βίου μας. Επιδιώκοντας πάντα να εξασφαλίσουμε τη μετά θάνατον εξακολουθητική παρουσία μας. Αδυνατώντας να συλλάβουμε την έννοια της απουσίας μας. Το ότι μπορεί να υπάρχει ο κόσμος δίχως εμάς και δίχως τον Καντιώτη τον Φλωρίνης).   

Δεν θέλω να επεκταθώ. Φοβάμαι πως δεν έχω τα εφόδια για μια θεωρητική ανάπτυξη, ούτε την κατάλληλη γλώσσα για τις απαιτήσεις του όλου θέματος. Όμως το θέμα με καίει. Και πριν πολλά χρόνια επιχείρησα να το αποσαφηνίσω μέσα μου. Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα με την ευαισθησία μου τις εξελίξεις και την επανεμφάνιση του τέρατος. Και δεν εννοούσα να συνηθίσω την ολοένα αυξανόμενη παρουσία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω.   

Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι στο αστυνομικό τμήμα άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμιά ανησυχία ούτε για τους φασίστες, ούτε για τους αστυνομικούς. Ούτε φυσικά για τους περιοίκους).   Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων. Η εμπειρία μου διδάσκει πως η αληθινή σκέψη, ο προβληματισμός οφείλει κάπου να σταματά. Δεν συμφέρει. Γι’ αυτό και σταματώ. Ο ερασιτεχνισμός μου στην επικέντρωση κι ανάπτυξη του θέματος κινδυνεύει να γίνει ευάλωτος από τους εχθρούς. Όμως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία.   

Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε.   

Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα Μ.Μ.Ε. ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία και τεράστια κι αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέρονται.   

Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε το χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακρά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από τη συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας.   Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη.Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.   

Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος. 


Μ. Χατζιδάκις 1993


(Πηγή)

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Λουντέμης Μ. - Ένα Παιδί Μετράει τ'Άστρα (απόσπασμα)



Να' τη η αξία των γραμμάτων... Για να μην λησμονηθεί. 





''-Κι άλλοτε, κύριε γυμνασιάρχα, μου κλείσατε το δρόμο και λυπάμαι που δε μ’ αφήνετε να το ξεχάσω. Ξέρω ότι μισείτε τη φτώχεια. Ότι περιφρονείται την κακοτυχιά των άλλων, ότι αποστρέφεστε την ορφάνια. Ξέρω ότι τα γράμματα τα πουλάτε μόνο σε κείνους, που τα πληρώνουν ακριβά. Μα – σας ρωτώ – ξέρετε κανέναν, που να τα ’χει πληρώσει ακριβότερα από μένα; Ορίστε τα ‘βιβλία’ μου, κύριε γυμνασιάρχα. Τα καταθέτω στην έδρα. Είναι όλα κι όλα αυτό το τετράδιο. Σας το αφιερώνω. Για να σας θυμίζει ένα άρρωστο, άστεγο και καταδιωγμένο παιδί, και την απάνθρωπη στάση που του δείξατε. Χαίρετε!''


Μ. Καραγάτσης - Η Κυρία Νίτσα







Με το διήγημα "Η κυρία Νίτσα'' ο Καραγάτσης θα συμμετάσχει για πρώτη φορά στον Α' Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του περιοδικού Νέα Εστία. Η πρώτη αυτή συμμετοχή στα γράμματα θα του προσφέρει τον Α' έπαινο στον διαγωνισμό και τη δημοσίευση του διηγήματος στο βιβλίο ''Οι Θεότητες του Κοτύλου'' (έκδοση της "Νέας Εστίας", Ι.Δ. Κολλάρος 1929). 
Ιδού λοιπόν το διήγημα...







Η πρώτη μου αγάπη ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη από μένα, ίσως και πιο πολύ. Αμέσως θα φανταστείτε το αιώνιο ειδύλλιο του αμούστακου εφήβου και της ώριμης γυναίκας, ή μάλλον χήρας, για να κυνηγήσω με μεγαλύτερη επιτυχία τις υπεκφυγές της φαντασίας σας.
Λοιπόν,όχι. Η πρώτη μου αγάπη, την εποχή που την αγάπησα, δεν ήταν παρά είκοσι χρονών. Εγώ ήμουν οκτώ.
Η διαφορά της ηλικίας μας αυτή καθαυτή δεν θα ήταν μεγάλη, αν οι αριθμοί των χρόνων μου δεν ήσαν τόσο χαμηλά. Μα αυτό δεν έχει σημασία. Εκείνη την εποχή ο χρόνος ήταν κάτι τι ανώτερο για μένα. Ήξερα ότι ήμουν οκτώ χρονών, αλλά ήμουν βέβαιος ότι αυτό το νούμερο ήταν ένα συμβατικό σημείο προς ταξινόμηση της ηλικίας μου, απέναντι της ηλικίας του διπλανού μου. Δεν μπορούσα όιμως να εννοήσω ότι μόλις οκτώ χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που είδα το φως. Χωρίς άλλο έπρεπε να ζούσα πολύ καιρό, είκοσι, τριάντα χρόνια, ξέρω και γω…
Ας μην πάρουν οι οπαδοί της μετεμψύχωσης επιχείρημα αυτή τη χρονολογική φαντασία της ομίχλης του παιδικού μου μυαλού. Ας μην ψάξουν να βρουν ενστικτώδη υποσυνείδητα μιας γερασμένης ψυχής που έζησε, και ξαναζεί σε ένα νέο κορμί. Ήταν άγνοια της πραγματικότητας και τίποτα παραπάνω. Γιατί αν είχα ζήσει άλλοτε, εδώ και καιρό, μ’όλη την προσωρινή μεταβατική κατάσταση της ψυχής μου, θα μου’μενε κάποια ανάμνηση της χαράς της επίγειας ζωής, ώστε να μην έκανα το λάθος να ξαναγεννηθώ.
Πολλοί ίσως να βρουν ότι είχα πρόωρο ερωτικήν ανάπτυξη. Τι πλάνη! Αισθηματική δεν αρνούμαι, μα ερωτικήν, αδύνατο. Και όμως, αν ρίχναν μια ματιά στην “Πρώτη αγάπη” του Κονδυλάκη, θα βλέπαν ότι δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο κάτω από τον ήλιο. Καθένας από την άχαρη ανατολή της ζωής του κρύβει μέσα του σε εμβρυώδη κατάσταση τη libido. Αγαπάει είτε σαν ασυνείδητος εραστής, είτε σαν σύνθετος Οιδίπους. Δεν έχει όμως το θάρρος στη δύση πια του βίου του να απλώσει μπροστά στον κόσμο τις πρώτες χλιαρές αχτίνες του ήλιου του.
Τίποτε καινούργιο κάτω από τον ήλιο, μα πολλά κρυφά.
Ήταν ένα λευκό διάφανο ασθενικό κορίτσι, ένα όμορφο κορίτσι. Μια δημιουργία της φαντασίας του Μυσσέ, και της ρομαντικής πλειάδας. Μια εικόνα του Γκρεζ, χωρίς αφέλεια όμως. Κάτι πιο σύγχρονο. Αυτή τη μορφή ίσως την βρείτε και στον Φραπιέ και στον Μπαζέν. Η Ρόζα της “Maternelle” ή η Νταβιντέ Μπιρό; Ήταν δασκάλα. Δασκάλα μου, για να εννοούμαστε.
Επήγαινα στην τρίτη του δημοτικού, σ’ένα μεικτό επαρχιακό σχολείο. Η μεγάλη αυλή του μόνο στις γωνιές είχε λίγη χλόη την άνοιξη.Δυό-τρείς ακακίες και μερικά βρωμόδεντρα ήταν το μοναδικό της στολίδι. Το χειμώνα το νερό της βρύσης πάγωνε, και
η κρυσταλλιασμένη λάσπη έσπαζε κάτω από τα χοντρά παιδικά παπουτσάκια μας.
Η κυρία Νίτσα -αυτό ήταν το όνομα της πρώτης δασκαλικής μου αγάπης -δεν ερχότανε ποτέ στην ώρα της. Η διευθύντρια έκλεινε τα μάτια σ’αυτό το μικρό πειθαρχικό παράπτωμα . Ο χειμώνας του κάμπου είναι τόσο κακός για τα κακόμοιρα τα κορίτσια που βγάζουν το ψωμί τους. Ο βοριάς ξεχύνεται από τις κορφές του Ολύμπου παγερός και κοκαλιάζει τους βόλους στα χωράφια της εριβώλακος Θεσσαλίας.
Η τάξη μας είναι ένα γωνιακό δωμάτιο, πάντα γιομάτο ήλιο, όταν δεν ήταν συννεφιά. Η σόμπα στη γωνιά τραβούσε με θόρυβο και κάπνιζε όλη την κάμαρα. Καθόμουν στο πρώτο θρανίο, και με υπομονή περίμενα. Οι σύντροφοι μου δίπλα κάναν ωραία σχέδια για την περίπτωση που δεν θα’ρχόταν ηκυρία”.
Πρώτα θα βγαίναν στην αυλή να παίξουν αμπάριζα. Ύστερα η “κυρία” διευθύντρια θα τους έδιωχνε γιατί θα κάναν θόρυβο και θα ενοχλούσαν τις “μεγάλες”. Αυτό ήταν η ύστατη ικανοποίηση του ορμέμφυτου της ελευθερίας, που βλάσταινε μέσα στις νέες ανθρώπινες ψυχούλες τους. Και ύστερα η εκδήλωση αυτού του ορμέμφυτου. Η άσκοπη πολυθόρυβη περιπλάνηση στον κάμπο. Και οι οπτασίες περνούσαν μπρος από τα μάτια μας.
Θα πηγαίναμε στον σταθμό. Ο δρόμος είναι γιομάτος λάσπη, μα αυτό δεν έχει σημασία. Είναι τόσο ωραίο να νιώθεις το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια σου, σα μια γλιστερή μαλακή μάζα. Από κει θα παίρναμε από το μηχανοστάσιο ασετυλίνη-είχαμε σχέσεις με το προσωπικό- και με το πολύτιμο αυτό αντικείμενο στα χέρια, θα πηγαίναμε στη μεγάλη “Μαγούλα”, την Ορμάν μαγούλα, όπυ θα εκσφενδονίζαμε τον πρώτο τυχόντα τενεκέ γάλακτος Νεστλέ στο στερέωμα, με τη βοήθεια των αερίων της οργανικής αυτής ουσίας.
Ίσως παρατηρήσετε ότι μεταχειρίζουμαι στην πιο απάνω περίοδο τη λέξη “θα” πολλές φορές εις βάρος κάθε σύνταξης και στύλ. Και όμως, αυτή η λέξη είναι όλη η περίοδος. Γιατί συνήθως απάνω στο φόρτε του αλήτικου ονείρου μας άνοιγε η πόρτα, και έμπαινε, ωχρή, παγωμένη, τυλιγμένη στο φτωχικό δασκαλικό παλτό της, η κυρία Νίτσα.
Θα μου πείτε, πως θυμάμαι ύστερα από τόσα χρόνια τα γεγονότα της πρώτης παιδικής μου ζωής.Ψάξτε καλά στις αναμνήσεις σας. Με λίγη καλή θέληση, θα βρείτε παλιές εικόνες γιομάτες δροσιά και αθωότητα. Τα μικρά μας χρόνια είναι τόσο λίγα, και τόσο χαρακτηριστικά , ώστε να μην μπορούν ν’ανακατευτούν με τον άχαρο συρφετό της μεγάλης μας ζωής . Είναι ένα σύνολο σαφές και καθαρό, μια γραμμή ευθεία και προσδιορισμένη. Σαν περάσουν πια αρχίζει ο λαβύρινθος και τα ζιγκ-ζάγκ της αγωνιώδους και απαιτητικής υπόστασής μας. Είμαστε μεγάλοι. Θέλουμε, θέλουμε, χωρίς να ξέρουμε τι θέλουμε. Το χαρακτηριστικό της ζωής είναι η αγωνιώδης προσμονή, όσο είμαστε παιδιά, κάποιου καλού, και όταν μεγαλώσουμε κάποιου κακού.
Ψάξτε καλά στις αναμνήσεις σας. Θα βρείτε έναν άλλον άνθρωπο, αλλιώτικο από σάς, ξένο, ένα φίλο ίσως και εχθρό. Σεις δεν είστε εκείνος. Ο Ανατόλ Φράνς δεν είναι ο “Μικρός Πέτρος”. Είναι ο λεπτός νοσταλγός, ο πατρικός διάδοχος του παιδιού που είχε τ’όνομά του. Είναι σαν μιά πνοή καθαρού αέρα, ή σαν μια πρέζα κοκαϊνης.
Το μάθημα της κυρίας Νίτσας είναι ιεροτελεστία. Η αδυναμία του εύθραστου αυτού αναιμικού κοριτσιού είχε πάνω μας μιαν επιβολή μεγαλύτερη από μια πελώρια μυϊκή δύναμη. Να μια περίεργη απόδειξη των δύο ακροτήτων. Η απαλή και γλυκιά φωνή της μιλούσε μέσα στις άγουρες ψυχές μας. Το μάθημα το ρουφούσαμε σαν μέλι από το στόμα της.
Όταν συλλογιέμαι τις παλιές αυτές ώρες, προσπαθώντας να ξεδιαλύνω λίγο από το μυστήριο της παιδικής ψυχής μου, βγάνω το συμπέρασμα ότι μάλλον υποβολή, παρά επιβολή, χαρακτήριζε αυτή τη γυναίκα. Το κέρινο ωραίο πρόσωπό της, που το κόβουν κόκκινα χείλια, σκοτωμένα βλέφαρα με πελώρια μαύρα τσίνορα, πάνω από μενεξεδένια καθαρά μάτια, ήταν ένα μείγμα αθώου κοριτσιού και femme fatale. Είτε μέσα στο μισοσκόταδο ενός συννεφιασμένου πρωινού, είτε στο φως ενός καλοκαιριάτικου δειλινού, είχε μια πελώρια χάρη και μια άδολη, άθελη γοητεία.
Βέβαια, εκείνο τον καιρό δεν ήμουν σε θέση να κάνω τέτοιες κρίσεις. Μόνο εικόνες σώζονται μέσα μου, εικόνες που ξαναζωντανεύουν κάτω από την πίεση της νοσταλγίας. Και είτε τότε τις έζησα, είτε τώρα τις ζω είναι το ίδιο.
Τα άμαθα χέρια μας γλιστρούσαν αδέξια στο ριγωμένο χαρτί. Η καρδιά μας χτυπούσε μήπως δεν κάνουμε τα γράμματα καλά. Τόσα κεφαλάκια, σκυμμένα με άφατη προσοχή, τραβούσαν γραμμές στο ανοιχτό μπλέ τετράδιο. Ένας ελαφρός μονάχα κρότος τριβής ακουγόταν στο άσπρο δωμάτιο. Η κυρία Νίτσα πάνω στην έδρα φάνταζε πιο άσπρη παρά ποτέ κάτω από τον όγκο των καστανών μαλλιών της.
Η αγωνία φώλιαζε μέσα στο στήθος μου. Τα γράμματα, παρ’όλη την χτηνωδώς παιδική επιμονή μου, αραδιαζόσαντε άτακτα και χοντρά πάνω στο χαρτί. Η απελπισία μου έφτανε στο κατακόρυφο. Σήκωνα τα μάτια μου γιομάτα τρόμο και ικεσία προς την έδρα. Τι συλλογιζότανε; Που ταξίδευαν τα διαφανή μενεξεδένια μάτια κάτω από τα μαυρισμένα βλέφαρα; Γιατί αναστενάζει; Μήπως είναι άρρωστη; Γιατί δεν μας κοιτάει; Μας ξέχασε;
Το λευκό κεφάλι σηκώνεται. Με είδε, με κοιτάει. Τα μαλλιά της είναι πιο κοντά παρά ποτέ.
-Τι είναι, Γιαννάκη;
Τι είναι; Μα είναι τόσο πολλά πράματα μυστηριώδη για τη μικρή ψυχή μας, που έπρεπε να τα είχες καταλάβει, αέρινη μικρή δασκάλα. Μέσα στο κάθε παιδί κρύβεται ένας άντρας, ένας άντρας όπως όλοι οι άλλοι, όπως ο όμορφος λοχαγός, παραδείγματος χάριν, που περνάει με τ’άλογο του τέσσερις φορές την ημέρα, κάτω από το παράθυρο της τάξης. Αυτόν τον κρυμμένο παιδικόν άντρα, έπρεπε να τον είχες ανακαλύψει, έπρεπε να τον είχες δαμάσει με την γυναικεία τέχνη σου. Μα δεν είχες καιρό. Τον δικό σου άντρα, τον ώριμο άντρα, τον ανακάλυψες, και αν δεν δάμασες αυτόν, δάμασες χωρίς άλλο το άλογό του, γιατί δεν εξηγιέται αλλιώς πως στεκόταν πάντα κάτω από το ανοιχτό παράθυρο, σκάβοντας με το πόδι τη γη και χλιμιντρώντας.
Εξέχασες τελείως τα παιδιά σου, κακή κυρία Νίτσα.
Η φωνή μου όταν της απαντούσα ήταν κλαψιάρικη.
- Δεν μπορώ να κάνω το ψι…
Το ψι. Ο τύραννος του νεοφώτιστου μαθητή. Ο τρόμος της καλλιγραφίας. Το χεράκι μπερδεύεται και τρέμει όταν αρχίζει να χαράζει το μεγάλο κόμπο, το γόρδιο αυτό δεσμό του ελληνικού αλφαβήτου.
Ένα χαμόγελο γιομάτο καλοσύνη ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της. Τα μεναξεδένια μάτια στάζουν μέλι. Κατεβαίνει από την έδρα. Κάθεται κοντά μου στην άκρη του θρανίου. Από το κλειστό γιακά της βγαίνει μια μυρουδιά γυναίκας, απροσδιόριστη ακόμη για την αναίσθητη όσφρησή μου, μα αρκετά μυστηριώδης και ευχάριστη από τότε. Το μακρύ κορμί της ακουμπάει απάνω μου. Η ελαστική της σάρκα αποτυπώνεται καλά στη μνήμη μου, μ΄ένα αίσθημα περίεργο, συγγενές προς την ηδονή. Έχω λόγους να νομίζω ότι αυτή είναι η ηδονή σε εμβρυώδη κατάσταση.
Τα μακριά κέρινα δάχτυλά της παίρνουν στη θερμή μυρωμένη λαβή τους το ανήξερο παιδικό μου χέρι. Και με οδηγούσε στο δαίδαλο του ψι, σωστή διανόηση αυτή, εμένα αγράμματο παιδί , όπως μια μεστή γυναίκα τον ανήξερο έφηβο στο λαβύρινθο του έρωτα.
Συλλογιέμαι καμιά φορά εκείνη τη γυναίκα που, εδώ και χρόνια τώρα, για λίγες δραχμές, ανέλαβε να μου δείξει το ασανσέρ που ανεβαίνει στον έβδομο ουρανό της αγάπης. Κανένα καινούργιο συναίσθημα. Είμαι βέβαιος πως το ρόλο που έπαιξε αυτή ρεαλιστικότερα, τον ντεμπουτάρισε σε μένα η κυρία Νίτσα, με έναν ασυναίσθητο ρομαντισμό, για να λέμε την αλήθεια. Γιατί το φτωχό κορίτσι δεν μπορούσε να ξέρει τις απόκρυφες γωνιές της ψυχής των μαθητών της.
Κάθε γνωστού πράματος την πρώτη γνώση πρέπει να την ζητάμε πίσω, στις πιο μακρινές εποχές της ζωής μας. Εκείνο που μόλις σήμερα γνωρίσαμε, το είχαμε δει και άλλοτε. Πότε; Αυτό είναι μυστήριο. Κάτω από μια από τις άπειρες μορφές του, κάποτε θα έπεσε στην αχτίνα των αισθήσεών μας. Ίσως σε κάποια εποχή τόσο περασμένη και ξεχασμένη, ώστε η φαντασία μας να την βάζει σε μια χρονολογία πιο μακρινή από τη γεννησή μας. Και λέω η φαντασία μας, για να μην πάρουν επιχείρημα οι οπαδοί της μετεμψυχώσεως για να στηρίξουν τις αβέβαιες επιστήμες τους. Όχι, δεν τους το επιτρέπω.
Το τέλος το ειδυλλίου ήταν οιχτρό. Η κυρία Νίτσα με προβίβασε. Και την άλλη χρονιά στην μεγαλύτερη τάξη παρακολουθούσα το άχαρο μάθημα μιας άσκημης γεροντοκόρης, που το μαραμένο της μούτρο ήταν γεμάτο κακόχρωμα σπυριά, εκδήλωση μιας αργοπορημένης και ανικανοποίητης νιότης. Το όνειρο έσβησε από τα μάτια μου και σιγά σιγά από την καρδιά μου.
Η κυρία Νίτσα παντρεύτηκε το λοχαγό. Ήμουν παρών στους γάμους της. Καμιά ζήλεια δεν τάραξε την ψυχή μου. ‘Ημουν από τότε πολιτισμένος. Την βλέπω σήμερα συχνά. Τα δέκα χρόνια που μας χωρίζουν δεν αποτελούν πια ανυπέρβλητο διανοητικό και κοινωνικό εμπόδιο. Ο κοσμοπολιτισμός μας έχει φέρει σε ίση μοίρα. Είναι ακόμα ωραία, μολονότι έχει χάσει το θέλγητρο της μισοσκότεινης τάξης. Είναι μια γυναίκα, και όχι οπτασία. Ο άντρας της είναι πια συνταγματάρχης που έχει λάβει μέρος σε τρια κινήματα. Ζει ευτυχισμένη, και έχει μια κόρη που της μοιάζει πολύ. Δεν μας χωρίζουν παρά δέκα χρόνια, μα αυτή τη φορά εγώ είμαι ο μεγαλύτερος. Το μυαλό σας ίσως πάει μακριά. Αυτό είναι άλλο ζήτημα. Ήθελα μόνο να σας πω για την πρώτη μου αγάπη…
Περιττό να προσθέσω ότι δεν την αγαπώ πια.



~ ~ ~

Β. Λεοντάρης - Θέσεις για τον Καρυωτάκη



Ο Βύρων Λεοντάρης σκιαγραφεί λιτά τον μεγάλο ποιητή Κ. Καρυωτάκη. 


Ι. Υπάρχουν ποιητές τελεσίδικα γνωστοί, υπάρχουν και ποιητές που τους ανακαλύπτομε αδιάκοπα. O Καρυωτάκης είναι o ποιητής που απωθούμε.

ΙΙ. Ο Καρυωτάκης δεν ορίζεται σαν προσωπικότητα. Ορίζεται μόνο σαν πραγματικότητα. Είναι καιρός να απορρίψομε όλες τις εκδοχές που έκαναν το ύποπτο λάθος να τον προσεγγίζουν μόνο ή κυρίως σαν προσωπικότητα-περίπτωση.
Ο Καρυωτάκης σαν μορφή είναι άγνωστος.
Άγνωστος από όσα έγραψαν οι βιογράφοι του. - Είναι τρομακτικά ασήμαντα όλα όσα μας παραδόθηκαν για τη ζωή του, τις συνήθειές του, τα βάσανά του. Αν πάρομε στα σοβαρά τους βιογράφους του, θα πρέπει να συμπεράνομε ότι υπήρξε ένας εντελώς ασήμαντος άνθρωπος και (βέβαια...) πολύ κατώτερος από τους βιογράφους του, που με ανοίκειο ναρκισσισμό δεν κάνουν στην ουσία τίποτε άλλο από το να αντιπαραθέτουν και να προβάλλουν με κάθε ευκαιρία τη δική τους προσωπικότητα.
Άγνωστος από όσα ο ίδιος αυθεντικά έχει πει για τον εαυτό του. - Ο Καρυωτάκης δεν είχε φίλους, δεν ανήκε σε λογοτεχνικές συντροφιές, δεν είχε καν ανθρώπινους δεσμούς. Ήταν και έμεινε τέλεια οχυρωμένος πίσω από μιαν αδιαπέραστη ασπίδα συμπεριφοράς και λόγων καθημερινότητας.
Άγνωστος από τις φωτογραφίες του. - Όσο τις κοιτάζομε, τόσο περισσότερο η μορφή αυτή εσωστρέφεται, αρνείται να μας δει, αρνείται να την δούμε, αρνείται ν' αφήσει το αποτύπωμά της στον κόσμο και τον χρόνο.
Και θα μείνει άγνωστος. - Ας το πάρουν απόφαση πια βιογράφοι, ιστορικοί της λογοτεχνίας, επετειογράφοι, σαβανωτές και σαβανώτριες. Κι αν ακόμη συμπληρωθούν τα «αποσιωπητικά» των επιστολών του, κι αν δημοσιευτούν κι άλλα ανέκδοτα κείμενα, κι αν βρεθούν δελτία νοσηλείας του κι όσα άλλα στοιχεία του «φακέλλου» του, δεν πρόκειται να μάθομε τίποτε παραπάνω από όσα «ξέρομε».

Ο Καρυωτάκης είναι μια αντιπροσωπικότητα.

ΙΙΙ. Η ποίηση πραγματοποιεί τους σταθμούς της όταν αντικρίζει τις αυταπάτες της ή όταν συναντά το αδιέξοδό της. Οι σταθμοί αυτοί εκδηλώνονται πάντοτε αρνητικά, με την ασφυξία και ανακοπή του ποιητικού λόγου ή με την αυτοκαταστροφή του, ενώ παράλληλα η τρέχουσα ποίηση εξακολουθεί να ανθεί με αυτάρεσκους ακισμούς.
Η νεοελληνική ποίηση δεν είχε εδεμική περίοδο. Με τον Σολωμό ευθύς εξ αρχής αντίκρισε τις αυταπάτες της - γιατί το νόημα της ελευθερίας και η νεώτερη ελληνική ιστορική πραγματικότητα δεν συμπορεύονταν καθόλου και γιατί, βέβαια, «Μεσολόγγι» δεν υπήρξε ποτέ. Η λειτουργική και εκφραστική αμηχανία της σολωμικής ποίησης απ' αυτή τη σκοπιά μπορεί να φωτιστεί. Ο Σολωμός υπήρξε το προπατορικό αμάρτημα της νεοελληνικής ποίησης.
Στον Καρυωτάκη δεν υπάρχουν πια αυταπάτες∙ αντίθετα είναι εκπληκτικά αισθητή η απουσία κάθε θεότητας και μυθολογίας. Με τον Καρυωτάκη η νεοελληνική ποίηση για πρώτη φορά συναντά το αδιέξοδό της. Ποτέ άλλοτε η ποίηση δεν συζήτησε τόσο πολύ τον εαυτό της. Όταν ο Τέλλος Άγρας έγραφε για τον Καρυωτάκη: «...κι έξαφνα, στα 1927, με την τρίτη και τελευταία του ποιητική συλλογή 'Ελεγεία και Σάτιρες', μας εξεπέρασεν όλους αμέσως κι εξακολουθητικά...», μας έδινε ένα δείγμα και παράδειγμα της αγγελικής κριτικής εντιμότητάς του, δεν υποπτευόταν όμως ούτε ο ίδιος ότι έθετε την μόνη σωστή βάση για την μελέτη του καρυωτακικού έργου. Γιατί αυτό το «ξεπέρασμα», το άξαφνο, το άμεσο και, προπαντός, το εξακολουθητικό, δεν είναι παρά το φτάσιμο του ποιητή «στο χείλος του κόσμου, δώθε από τ' όνειρο και κείθε από τη γη...», «στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου...».
Η ελληνική ποίηση δεν ήταν συνηθισμένη σε παρόμοιες περιπέτειες. Μέχρι το 1919 ακόμη, ο Καρυωτάκης έγραφε «κανονικά», «φυσιολογικά» ποιήματα, ικανά μάλιστα να κερδίζουν τα ποιητικά βραβεία της εποχής. Μεσολαβεί πολύ μικρό χρονικό διάστημα μέχρι το αντίκρισμα του αδιεξόδου, διάστημα που φαίνεται ακόμη μικρότερο αν σκεφτούμε πως οι ποιητές της εποχής κατά κανόνα περνούσαν το κατώφλι της ποίησης με ποιήματα ελεγειακής φιλολογίας ή ερωτικής επιστολογραφίας... Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η εξαντλητική επιμονή του Καρυωτάκη σε όλες τις πτυχές του αδιεξόδου, τόσο στην αποκάλυψη του κοινωνικού «είναι» της ποίησης, όσο και στην αβάσταχτη αίσθηση της ουσίας της ποιητικής λειτουργίας, που ορίζεται με την πιο σύντομη και πιο περιεκτική ποιητική ερώτηση: «τι να 'χουμε, τι να 'χω...». Η ποίηση, και μαζί όλη η προβληματική της, δεν είναι παρά αυτό το ερώτημα.

IV. Κατά ένα μεγάλο μέρος της (με άξονα τα ποιήματα «Όλοι μαζί...», «Μικρή ασυμφωνία σε α μείζον», «Σταδιοδρομία») η ποίηση του Καρυωτάκη αποτελεί την έκφραση και την κριτική του κοινωνικού είναι της νεώτερης ελληνικής ποίησης. Κανένας άλλος ποιητής δεν ένιωσε τόσο βαθιά και τόσο άμεσα την τραγική αδυναμία και ευτέλεια του ποιητή σαν κοινωνικής ύπαρξης, και σε κανένα άλλο ποιητικό έργο δεν αναιρούνται τόσο ριζικά και καίρια οι ιδεολογικές κατασκευές για την «κοινωνική σημασία» της ποίησης και τον «κοινωνικό ρόλο» του ποιητή. Οι αντιλήψεις για την «μοναδικότητα της ποιητικής προσωπικότητας», για την μεσσιανική «αποστολή» του ποιητή κλπ., σαρώνονται με άτεγκτους, βάναυσους, όσο και οξείς αφορισμούς, που μαρτυρούν πως ο Καρυωτάκης θα πρέπει πολύ να διανοήθηκε πάνω στους κοινωνικούς όρους ύπαρξης της ποίησης, και πως βρήκε πολύ ανεπαρκείς και τις κοινωνιστικές θεωρίες «του περιβάλλοντος κλπ.», αφού τοποθετεί μέσα σε εισαγωγικά τις λέξεις «περιβάλλον» και «εποχή». Έτσι ο Καρυωτάκης γίνεται ο πρώτος βλάσφημοςστην ελληνική ποίηση και ο πρώτος βλάσφημος κριτικός της.

V. Περπατώντας κατά μήκος του χείλους του γκρεμού, η ποίηση μπορεί να διαιωνίζεται γράφοντας και ανακαλώντας επ' άπειρον τη διαθήκη της. Όταν όμως ο ποιητής αντικρύσει κατά μέτωπο τον γκρεμό, η ποίηση φτάνει στην οριακή της στιγμή. Παύει πια να είναι σωτηρία, κάθαρση, παρηγοριά, ξόρκι. Γίνεται βασανιστική αγωνία, αίσθηση καταλυτική, ασυμβίβαστη προς οποιαδήποτε ψυχική δομή, γίνεται το τέλος της. Γιατί η ποίηση είναι το αδιέξοδό της, είναι ψυχική πραγματικότητα που δεν επιδέχεται οργάνωση («...είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε...»)και υπερβαίνει συγχρόνως κάθε ανθρώπινη δυνατότητα και αντοχή («...είμαστε κάτι απίστευτες αντένες... μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες...»). Γιατί ο άνθρωπος είναι για να ζει και η ποίηση για να πεθαίνει.
Ο Καρυωτάκης στην πορεία του αντίκρυσε σύντομα και κατά μέτωπο το βάραθρο, έχοντας χάσει ήδη στο δρόμο του («στο μεσοστράτι της ζωής του» κι αυτός...) κάθε άμυνα πίστης και αυταπάτης. («Πριν φτάσουμε στη μέση αυτού του δρόμου, εχάσαμε τη χρυσή πανοπλία...»). Οριακός ποιητής με ποιήματα αμετάκλητα - δοκίμια αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας.

VI. Η τελευταία απόπειρα της ευρωπαϊκής ποίησης για την επαφή της με τον Θεό ή τον Δαίμονα είναι ο ρομαντικός ήρωας, διάμεσο της εκπεσμένης του προσωπικότητας με το υπερβατικό. Οι ρομαντικοί ήρωες τελειώνονται και πεθαίνουν συνήθως σε κορυφές βουνών, και στον ρομαντικό ποιητή δε μένει παρά να κατεβεί την πλαγιά επιστρέφοντας με ασήκωτες άγραφες πλάκες. Οι μεταρομαντικοί διαχέουν τη μορφή του ήρωα στο παρελθόν ή τον ταξιδεύουν στον εξωτισμό. Με τον Καρυωτάκη ο ποιητής ρίχνεται στο βάραθρο κρατώντας «σκήπτρο και λύρα» - Οιδίποδας που τελειώνει την περιπέτειά του κατάμονος χωρίς συνοδείες, βασιλιάς και μαζί θύμα της μοίρας του.
Στην ελληνική ποίηση δεν ευδοκίμησαν ποιητικοί ήρωες ούτε συνθετικά ποιήματα. Ούτε ο Διγενής ούτε ο Γύφτος ούτε η Υπέρμαχος κατάφεραν να συντηρήσουν μυθολογίες στην νεοελληνική ποίηση. Της χάρισαν βέβαια ένα κοπάδι «εθνικούς ποιητές», με θλιβερά επακόλουθα - έτσι που ουσιαστικά το «Άξιον εστί» να μη απέχει και πολύ από την «Φλογέρα του Βασιλιά». Ο Καρυωτάκης ήρθε να ανακόψει και να ανατρέψει την ανάπτυξη ενός παρατεταμένου μεταρομαντισμού.
Με την επίκληση που έκανε ο Σεφέρης μπροστά στους τάφρους με το αίμα της ανθρωποθυσίας δύο παγκόσμιων (και όχι εθνικών...) πολέμων, ανακάλεσε στην ποίησή μας μορφές αληθινά μυθικές, πρόσωπα αχνά, χωρίς περίγραμμα, στην αυθεντική προ-τραγική εκδοχή τους (γιατί η τραγωδία έδωσε περιγράμματα στους μύθους - και, φυσικά, τους κατάργησε...), υπενθυμίζοντας ξανά το αδιέξοδο. Κάθε προσπάθεια να πήξουν τα μυθικά πρόσωπα στην ποίηση είναι -ευτυχώς- καταδικασμένη σε άγονο μανιερισμό, όπως άλλωστε είναι ακατανόητη ματαιότητα η επιμονή του Ρίτσου που δέχεται την τραγική εκδοχή των μυθικών προσώπων αλλάζοντας τους περιγράμματα.

VII. Κοινωνικός ποιητής ο Καρυωτάκης και συγχρόνως ποιητής της εσωτερικής προσωπικής περιπέτειας, ένωσε τις άκρες των δύο τάσεων, προκαλώντας την τρομερή ηλεκτρική κένωση στο σώμα της λογοτεχνίας μας. Υπήρξε ψυχρός ποιητής, χωρίς αναπτύξεις στην έκφραση, χωρίς μηρυκασμούς στην έμπνευση, συντάκτης του ισολογισμού: ουσία της ποίησης - κοινωνικοί όροι ύπαρξής της. Νομιμοποίησε συγχρόνως και το μόνο δυνατό γλωσσικό ιδίωμα στην νεοελληνική ποίηση, απορρίπτοντας όλον τον τεχνητό γλωσσικό εφιάλτη της εποχής. Ποιητές-ανακαινιστές της γλώσσας μπορούν να υπάρξουν μόνο σε έθνη που δεν έχουν απομακρυνθεί ακόμη πολύ από το βαρβαρικό (με την σωστή σημασία της λέξης) παρελθόν τους, σε έθνη δηλ. που η γλώσσα τους βρίσκεται σε ακμή και ανάπτυξη. Τα έθνη με πανάρχαιες, ερειπωμένες πια γλώσσες, έχουν χάσει το παιχνίδι στον τομέα αυτόν. Δεν υπάρχει άλλο γλωσσικό ιδίωμα για την ελληνική ποίηση, παρά η γλώσσα του πρόσφυγα, του μετανάστη, του εξόριστου, της διασποράς, η γλώσσα του έλληνα σε συνεχή κατάσταση ανάγκης. Από δω και η καταγωγή της ποπ-καθαρεύουσας των υπερρεαλιστών, άσχετα αν σήμερα κατάντησε να γίνει η γλώσσα της ανεκδοτολογικής ποίησης.

VIII. Όλες οι λογοτεχνίες εκδικούνται τα βλάσφημα παιδιά τους, κάθε μια με τον τρόπο της. Η νεοελληνική λογοτεχνία, καθόλου εύρωστη, αναιμική και κομφορμιστική, επιβιώνουσα ακόμα μέχρι σήμερα κάτω από τους ίδιους ακριβώς κοινωνικούς όρους ύπαρξης που διέγραψε ο Καρυωτάκης (επαιτεία της αναγνώρισης, έπαθλα και βραβεία, βιομηχανοποιημένες μεταφράσεις, εκδόσεις «απάντων» προθανάτιες και μεταθανάτιες, ανθολογίες κλπ.) δεν φαίνεται ικανή για μια σοβαρή εκδίκηση στην πρόκληση του Καρυωτάκη. Με όλους τους μηχανισμούς της, δεν κατορθώνει να τον εντάξει (δηλ. να τον αφανίσει) θετικά ή αρνητικά στο σύστημα των αξιών της. Του έδωσαν θέση στις ανθολογίες - μα οι σελίδες του μοιάζουν να θέλουν να ξεκολλήσουν και να φύγουν. Του κάνουν διαλέξεις - όπου τελικά δεν λέγεται τίποτε γι’ αυτόν. Θέλουν ακόμη να του στήσουν και προτομή - μα το μάρμαρο ασφαλώς θα ραγίσει... Ή. Δημιουργούν το πλάσμα του «καρυωτακισμού» για να τον σαβανώσουν μέσα σ' αυτό - αλλά «καρυωτακισμός» δεν υπήρξε ποτέ, είναι το πιο ανύπαρκτο μυθολογικό τέρας της νεοελληνικής ποίησης. Επιχειρούν αισθητικές και φιλοσοφικές τοποθετήσεις του χωρίς αισθητική και χωρίς φιλοσοφία - όμως τα πιο έγκυρα κριτικά κείμενα που γράφτηκαν ποτέ για έλληνα ποιητή, δηλ. τα κείμενα Παράσχου, Άγρα, Μαλάνου, δεν σβήνουν. Και τώρα τελευταία τον πετούν στην κατανάλωση, συνδέοντάς τον με τις ασημαντότητες της νεοαντιστασιακής κομφορμιστικής «αμφισβήτησης» - μα η δίψα του κόσμου για τις πηγές γίνεται όλο και εντονότερη. Δεν μένει παρά ο μηχανισμός της απώθησης, γιατί η ωραία μας ποίηση πρέπει να ζήσει και να προκόψει. Και δεν αντέχει αυτόχειρες και βλάσφημους. Είναι βέβαια και η απώθηση μια μορφή ένταξης. Όμως κάθε φορά που η ελληνική ποίηση απελπίζεται, δηλ. κάθε φορά που γίνεται ποίηση, ο Καρυωτάκης είναι εξακολουθητικά παρών.



Γ. Ρίτσος - Μεγάλη Φτώχεια


Μεγάλη φτώχεια πλάκωσε, παιδί μου,
και το ψωμί το τρώμε με το δράμι.

Πέθανε η κόρη εψές του μπάρμπα Τίμου-
δεκάξι χρονών, σαν το κρύο νερό-

κ’ η σεμνούλα η Πηνιώ του μπάρμπα Τσάμη
την κακιά στράτα πήρε από καιρό.


Η φτώχεια τους ανθρώπους έχει αγριέψει.
Προχτές τη Δημαρχία είχαν κυκλώσει

μάνες, παιδιά, που η πείνα τα ‘χει ρέψει,
κι άλλος ψωμί ζητούσε, άλλος δουλειά,

μ’ αντίς ψωμί- σαν πήρε να σουρουπώσει-
με το ξύλο τους διώξαν τα σκυλιά.


Τα μάτια τους παράξενα σπιθίζαν,
κ’ είχαν σφιχτά τα χείλη. Ακολουθούσα

και γω μαζί, και την καρδιά μου αγγίζαν
τα λόγια τους σα γνώριμη λαλιά,

και πόθησα, δεν ξέρω πώς, να κλειούσα
όλους μ’ ίδια στοργή στην αγκαλιά.


Λες κ’ ήτανε παιδιά μου σαν και σένα
και γω ήμουνα γι αυτούς  καλή μητέρα,

κ’ είχα τα μάτια, γιε μου δακρυσμένα
σαν από λύπη, σαν από χαρά,

κ’ ήμουνα νέο πουλί που στον αγέρα
δοκίμαζα πρωτάνοιχτα φτερά.



Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Αρθούρος Ρεμπώ - Μια εποχή στην Κόλαση

Παιδί ακόμα, θαύμαζα τον σκαιό κατάδικο που πάντα έκλειναν πίσω από τις πόρτες της φυλακής. Έψαχνα τα πανδοχεία και τις νοικιασμένες κάμαρες τις αγιασμένες με την παρουσία του. Ατένιζα με το δικό του ιδανικό το μπλε του ουρανού και τον ανθισμένο μόχθο της εξοχής. Ερμήνευα το πεπρωμένο του στις πόλεις. Ήταν από έναν άγιο πιο αγέρωχος, από έναν ποντοπόρο πιο νουνεχής- αυτός! Μάρτυρας του λογισμού και του θριάμβου του. Πάνω σε δημοσιές, κάτω απ' τη νύχτα του χειμώνα δίχως σκεπή, δίχως κουρέλι, δίχως ψωμί, ένας φθόγγος έσφιγγε την παγωμένη καρδιά μου.

"Τόλμη ή δειλία: Τόλμη για σε. Δεν ξέρεις πού και γιατί τρέχεις. Έμπα παντού, αποκρίσου σ' όλα. Αν γίνεται να σκοτώσουν ένα πτώμα, τότε να φοβάσαι μήπως σε σκοτώσουν". Το πρωί η ματιά μου ήταν τόσο απλανής και το πρόσωπο μου έμοιαζε τόσο άδειο, που κι αυτούς που καταπρόσωπο συναπάντησα, ίσως μήτε να  μ’ αντιλήφθηκαν. Ξάφνου, στις πόλεις, η λάσπη μου φάνηκε σα μίγμα κοκκινόμαυρο, όπως η αντανάκλαση της λάμπας στον καθρέφτη,  που μετακινείται στο διπλανό δωμάτιο, όπως ο θησαυρός στο δάσος! Καλή Τύχη ούρλιαξα, κι είδα μια θάλασσα από φλόγες και καπνός γέμισε τον ουρανό· και στ’ αριστερά, και στα δεξιά, κάθε αγαθό να εκρήγνυται όπως μυριάδες κεραυνοί. Αλλά από τα όργια και τη συντροφιά των γυναικών όλα μου ήταν απαγορευμένα. Ούτε ακόμα ένας φίλος. Είδα τον εαυτό μου μπροστά σε έναν όχλο, να στέκει αντιμέτωπος με έναν πυροσβεστικό ουλαμό, κλαίγοντας με θλίψη που δεν μπορούσαν να με καταλάβουν, και ζήτησα συγχώρεση! – όπως η Ζαν Ντ’ Αρκ !

 « Κληρικοί, Καθηγητές και Ιατροί, σφάλετε καθώς με παραδίδετε στα χέρια του νόμου. Ποτέ δεν ήμουν δικός σας· Ποτέ δεν ήμουν Χριστιανός· Ανήκω στη ράτσα που τραγούδησε στο ικρίωμα. Δεν καταλαβαίνω τους νόμους σας· Δεν έχω καμία ηθική, είμαι ένα κτήνος: Έχετε παραπλανηθεί…» 
Ναι, σφαλίζω τα μάτια μου στο φως σας. Είμαι ένα κτήνος, ένας αράπης. Αλλά μπορώ να σωθώ. Σεις είστε ψευταράπαδες, μανιακοί, άγριοι, δυστυχείς, όλοι σας. Έμπορε, είσαι ένας σκυλάραπας· Δικαστή, είσαι ένας σκυλάραπας· Στρατηγέ, είσαι σκυλάραπας, Αυτοκράτορα, παλιά μου φαγούρα, είσαι σκυλάραπας· Μεθύσατε μ’ αφορολόγητο πιοτό, παραγωγής του Σατανά – αυτοί οι άνθρωποι εμπνέονται από τον πυρετό και τον καρκίνο. Ανάπηροι και γέροι είναι τόσο αξιοσέβαστοι που ζητούν να τους βράσουν – το καλύτερο πράγμα είναι να εγκαταλείψεις αυτή την ήπειρο, όπου η τρελή περιπλάνηση παρέχει καταφύγιο σε αυτούς τους τρισάθλιους. Εισέρχομαι στο αληθινό βασίλειο των παιδιών του Ham.

Κατανοώ τη φύση;  Κατανοώ τον εαυτό μου; Όχι άλλα λόγια. Θάβω τους πεθαμένους στην κοιλιά μου… Κραυγές, τύμπανα, χορός, χορός, χορός, χορός! Δεν βλέπω την ώρα που οι λευκοί θα αποβιβαστούν, θα περιέλθω στην ανυπαρξία. 
Δίψα και πείνα, κραυγές, χορός, χορός, χορός, χορός! 
Οι λευκοί αποβιβάζονται! Κανόνια! Τώρα πρέπει να βαφτιστούμε, να ντυθούμε και να αρχίσουμε τη δουλειά.

Η καρδιά μου διαποτίστηκε από επιείκεια. Α! Κι αυτό δεν το είχα προβλέψει.
Δεν έχω σε λάθος υποπέσει. Αλαφρές θα’ ναι οι μέρες μου, και άφεση θα μου δοθεί. Δεν θα υποφέρω τα βάσανα μιας ψυχής μισοπεθαμένης έναντι του Αγαθού, εκεί όπου φως ασκητικό επιστρέφει ως νεκρικών κεριών το φως. Η μοίρα ενός υιού πρωτότοκου, ένα πρόωρο φέρετρο σκεπασμένο αστραφτερά δάκρυα. Χωρίς αμφιβολία η ασωτία είναι ανόητη, η διαστροφή επίσης· κάποιος πρέπει να πετάξει τη σαπίλα μακριά. Μα το ρολόι θα πρέπει να σημάνει στις ώρες του απόλυτου πόνου. Άραγε μπορώ σα να ‘μουν παιδί να παίξω στον Παράδεισο, ξεχνώντας όλη αυτή τη δυστυχία; 

Γρήγορα! Υπάρχουν άλλες ζωές; Ο ύπνος για τους πλουσίους είναι αδύνατος. Τα πλούτη ήταν πάντοτε κοινό αγαθό.  Η Θεϊκή  Αγάπη παρέχει μόνο τα κλειδιά της γνώσης. Βλέπω ότι η φύση είναι μόνο μια επίδειξη ευγένειας. Αποχαιρετιστήριες χίμαιρες, ιδανικά και λάθη. 
Το μετρημένο άσμα των αγγέλων αναδύεται από το ναυαγοσωστικό πλοιάριο: Είναι η θεία αγάπη. Δύο αγάπες! Δύναμαι να πεθάνω από αγάπη γήινη, να πεθάνω από αφοσίωση. Άφησα πίσω μου ψυχές των οποίων η θλίψη θέριεψε στη αναχώρηση μου. Με επιλέγετε μεταξύ των ναυαγών, αυτοί που παραμένουν άραγε δεν είναι φίλοι μου;
Σώστε τους!

Ο σκοπός αναγεννήθηκε μέσα μου. Ο κόσμος είναι καλός. Θα ευλογήσω τη ζωή. Θα αγαπήσω τους αδελφούς μου. Δεν υπάρχουν πλέον οι υποσχέσεις της παιδικής ηλικίας. Μήτε η ελπίδα της διαφυγής των γηρατειών και του θανάτου. Ο Θεός είναι η δύναμή μου, και Τον δοξάζω. 
Η πλήξη δεν είναι πλέον η αγάπη μου. Η οργή, διαστροφή, τρέλα, των οποίων κάθε παρόρμηση και καταστροφή γνωρίζω – το φορτίο μου ολόκληρο κατέβασα. Με καθαρό το πνεύμα σας εκτιμήστε το μέγεθος της αθωότητας μου. Είμαι ανίκανος να ζητήσω της ήττας μου παρηγοριά. Δεν με φαντάζομαι να ξεκινώ για γάμο, και ο Ιησούς Χριστός να είναι πεθερός μου.

Δεν είμαι δεσμώτης του σκοπού μου. Έχω πει: Θεός. Θέλω ελευθερία στη σωτηρία: πώς θα την επιτύχω; Οι ελαφρές απολαύσεις μ’ αφήσανε. Καμία περαιτέρω ανάγκη για τη θεία αγάπη ή για την αφοσίωση στο καθήκον. Δεν μετανοώ για την εποχή των συγκινήσεων και των αισθημάτων. Κάθε τι έχει το σκοπό του, περιφρόνηση και ευσπλαχνία: Κρατώ τη θέση μου στην κορυφή της αγγελικής ιεραρχίας της καλής αίσθησης. 

Όσο για την καθιερωμένη ευτυχία, οικογενειακή είτε... όχι, δεν αντέχω. Έχω οργιάσει πάρα πολύ, πάρα πολύ εξασθενίσει. Με το μόχθο καρπίζει η ζωή, πλατειασμός της κακιάς ώρας! Εμένα η ζωή μου δεν είναι πεδικλωμένη, πετάει και πλέει μακριά, αντίπερα από κάθε πράξη, αυτή την αγαπητή βολή του κόσμου. Τι γεροντοκόρη είμαι να μου λείπει το θάρρος να αγαπήσω το θάνατο. Αν ο Θεός με οδηγούσε στην άπειρη γαλήνη, στην παντοτινήν αιθρία, στην προσευχή -σαν τους Αγίους μιας εποχής αλλοτινής- Άγιοι, αυτοί είναι παντοδύναμοι! Αποδημητές και καλλιτέχνες έτσι καθώς είναι, κανείς δεν τους χρειάζεται.

Φάρσα δίχως τέλος! Με κάνει να κλαίω η αθωότητα μου. Φάρσα είναι η ζωή κι όλοι παίζουμε το ρόλο του πρωταγωνιστή.


(απόσπασμα από το "Αίμα Κακό" του βιβλίου "Μια εποχή στην Κόλαση" του Arthur Rimbaud)