Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Το τελευταίο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου


Ὁ σταχτὺς θάνατος-Μενέλαος Λουντέμης

Θαρροῦσα ὡς τώρα -φίλοι μου καλοί-
θαρροῦσα ὡς τώρα...
πῶς ὅλα τὰ πράματα
βαδίζουν στὴ γῆ
μὲ τὸ ἀληθινό τους χρῶμα.
Ἡ Χαρὰ ἄσπρη.
Ἡ Θλίψη χλωμή.
Ὁ Ἔρωτας ρόδινος
Ο Θάνατος μαῦρος.
Ἔτσι θαρροῦσα...

Καὶ περνοῦσα τὶς μέρες μου,
μὲ τὰ χρώματά μου τακτοποιημένα.
Με τα ὄνειρά μου συγυρισμένα.
Μὲ τὰ ποιήματά μου καθαρογραμμένα...
Γιατὶ ἔτσι τά ῾βλεπα.
Ἔτσι νόμιζα.

Στροφή - Γιώργος Σεφέρης

Στιγμή, σταλμένη ἀπὸ ἕνα χέρι
ποὺ εἶχα τόσο ἀγαπήσει
μὲ πρόφταξες ἴσια στὴ δύση
σὰ μαῦρο περιστέρι.
Ὁ δρόμος ἄσπριζε μπροστά μου,
ἁπαλὸς ἀχνὸς ὕπνου
στὸ γέρμα ἑνὸς μυστικοῦ δείπνου...
Στιγμὴ σπυρὶ τῆς ἄμμου,
ποὺ κράτησες μονάχη σου ὅλη
τὴν τραγικὴ κλεψύδρα
βουβή, σὰ νὰ εἶχε δεῖ τὴν Ὕδρα
στὸ οὐράνιο περιβόλι.

Η Σονάτα του Σεληνόφωτος - Γιάννης Ρίτσος (απόσπασμα)

"Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου".

Ηλέκτρα Λ. - Στο Παζάρι



Φαντάσου να'σουν 
χθες εκεί που έδινα,
που ξεπουλούσα
την τελευταία σκέψη
να μ'έβλεπες...
Φαντάσου να'βαζες κι εσύ ένα εικοσαρικάκι
η τελευταία πλάνη 
να μοσχοπουληθεί. 



Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Καβάφης Κ. - Επιθυμίες



Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά —
έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.




Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης-Οδυσσέας Ελύτης

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.

Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη

Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.

Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.

Νερούδα Π. - Απουσία



Σε έχω μετά βίας αφήσει,
είσαι μέσα μου, κρυσταλλένια,
ή τρέμοντας,
ή με ανησυχία, πληγωμένη από μένα,
ή κυριευμένη από αγάπη, όπως όταν τα μάτια σου
κλείνουν μπροστά στο δώρο της ζωής
αυτό που και τώρα και πάντα σου δίνω.

Αγάπη μου,
βρήκαμε ο ένας τον άλλο
διψασμένο και ήπιαμε
όλο το νερό και το αίμα,
βρήκαμε ο ένας τον άλλο
πεινασμένο
και με δάγκωσες και σε δάγκωσα
σαν η φωτιά να δάγκωνε
αφήνοντας πληγές επάνω μας.

Μα περίμενέ με,
φύλαξε για μένα τη γλυκύτητά σου,
Θα σου δώσω ,ακόμη,
ένα τριαντάφυλλο.




Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

"Η γριά" του Δανιήλ Χαρμς στο Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών


Μ’ ενδιαφέρουν μόνο οι «ανοησίες»: μόνο ό,τι δεν έχει καμιά πρακτική σημασία. Μ’ ενδιαφέρει η ζωή μόνο στις παράλογες εκφάνσεις της. ~ Daniil Kharms ~


Στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών από τις 18 έως τις 21 Ιουλίου: ο μάγος του θεάτρου της εικόνας, Μπομπ Ουίλσον, με τον θρύλο του χορού Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, και τον Ουίλλεμ Νταφόε, διάσημο ηθοποιό με θητεία στο περίφημο Wooster Group, ζωντανεύουν το σουρεαλιστικό, ποιητικό και ειρωνικό σύμπαν ενός σπουδαίου λογοτέχνη της ρωσικής πρωτοπορίας.
Ο Δανιήλ Χαρμς, αβανγκάρντ Ρώσος λογοτέχνης του '30, εξισορρόπησε το κανιβαλικό στοιχείο με την καθαρότητα, αλλά οι σταλινικές εκκαθαρίσεις έδωσαν τέρμα στη ζωή και το έργο του. Με το έργο του "Η Γριά", η εκτενέστερη πολιτική νουβέλα, πυροδοτεί μια σκοτεινή πολιτική αλληγορία και μας βάζει αναπόφευκτα εις το μέσον αυτών των καιρών. 

Σκηνοθεσία – Σκηνικά – Σχεδιασμός φωτισμού
Robert Wilson
 
Ερμηνεύουν
Mikhail Baryshnikov
Willem Dafoe
 
Μουσική επιμέλεια
Hal Willner

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Κοσοβέλ Σ. - Εκπορνευόμενη Κουλτούρα


Ιδού ένα αφοπλιστικό ποίημα από τον σλαβόφωνο Ρεμπώ...



Κοσοβέλ Σρέτσκο (1904-1926)


Χούφταλα χορτασμένα, πώς ξεπουλήσατε μια ολόκληρη ζωή,
πώς υπήρξατε κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι είχατε ονειρευτεί;
Εγώ απελπίζομαι τρεις φορές τη μέρα:
βλαστημώ και καταριέμαι τους πάντες•
ακόμη κι εμένα.
Ο Ναπολέων εκστρατεύει κατά της Ρωσίας.
Δες πώς μαραίνονται
τα κόκκινα τριαντάφυλλα του φθινοπώρου.
Τι; Δεν πας όπου φυσάει ο άνεμος;
Μα είσαι ηλίθιος;
Αυτό είναι το αληθινό πρόσωπο του ανθρώπου:
καθαρό σαν ήλιο φθινοπώρου
που καθρεφτίζεται σε μάτια βουρκωμένα.
(Τα δάκρυα είναι σαν τα νομίσματα!)
Εκείνος –μαύρος βασιλιάς στην σκακιέρα–
αναζητάει τον σωσία του.
Πρωί πρωί ξεκινάει για το Παρίσι.


Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Λογοτεχνία και Καπνός (Μέρος Β')



Η αφαιρετικότητα του καπνού ίσως να συνιστά εκείνο το πολυπόθητο χαρακτηριστικό, το οποίο αποζητούν οι ποιητές και η τελειότητά του, η άφταστη περιεκτικότητά του ίσως να αποτελούν τις αιτίες για τις οποίες ο καπνός και το τσιγάρο έγιναν στίχος, τραγούδι, κλόνισαν τις άκρες των χειλιών μας, όχι ως εκπνοές, μα ως μια εισπνοή των πιο μύχιων σκέψεών μας. «Νύχτα στρωμένη τσιγάρα, λέξεις», στιχουργεί ένας έτερος της νεοελληνικής, ποιητικής σκηνής, ο Μίλτος Σαχτούρης. Και η εικονοποίηση, την οποία πετυχαίνει είναι συγκλονιστική, καθώς ανασύρεται από την οπτική μας μνήμη, μια εικόνα γνώριμη, απαίσια και ελληνική. Τα «στρωμένα τσιγάρα», μπορούν να ονομαστούν άνθρωποι, μπορούν να γίνουν λέξεις που ειπώθηκαν ή παρέμειναν ανομολόγητες. Ή πάλι υπάρχουν τόσες σιωπές, θρέφονται με τις «σάρκες» τους οι σιωπές, το τσιγάρο εκείνου που δεν θα προβεί στην προσωπική, ύστατη παραδοχή θα μείνει εκεί, απόδειξη πως προσπάθησε, βυθίστηκε και δόθηκε στη δίνη μιας τόλμης, ίσως αδιάφορης, μα πάντα τραγικής και ρεαλιστικής. 

Ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο εξαίρετος ποιητής με τη βαθιά, πολιτική συνείδηση, γράφει στο ποίημά του με τίτλο «Θα έρθει μια μέρα»: «Καπνίσαμε- θυμήσου ατελείωτα τσιγάρα, συζητώντας ένα βράδυ»  και εδώ, στη μυσταγωγία του καπνού, πριν και έπειτα από τούτο το στίχο και στην έκταση ολόκληρων ποιημάτων ακόμη, λάμπει η κάφτρα του πικρού, βρεγμένου τσιγάρου που δοκίμασαν τόσες εκατοντάδες άνθρωποι στα χρόνια μιας μακράς, εθνικά σκοτεινής, εποχής. Βιωματικός, ίσως ετούτος ο στίχος του Αναγνωστάκη, στέκει εκεί για να πλάσει μια εικόνα, όπου ο τόπος και τα πρόσωπα συνιστούν ζητήματα δευτερεύοντα. Εδώ προεξέχει το τόνισμα της αίσθησης, εκείνων των τραγικών συναισθημάτων, τα οποία βίωσαν τόσο άδικα και για τόσο πολύτιμο καιρό πολλοί από αυτούς, τους οποίους σήμερα ονομάζουμε ποιητές και επιζώντες. Και πάλι, ο ίδιος ποιητής, σε μια πρόβλεψη, τόσο καίρια του μέλλοντός μας αποκαλύπτει, προειδοποιεί, «μιλά», για να περιγράψουμε με ακρίβεια εκείνο, το οποίο ο ποιητής πράττει, «για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες». Η σκέψη, αβίαστη, ο συνειρμός, η διαφορετική προσφώνηση μιας παρόμοιας, μιας πανομοιότυπης καλύτερα απειλής. Τάχα, ετούτοι οι «διαβάτες» του Αναγνωστάκη να είναι οι «βάρβαροι» του Καβάφη, «οι κουνιστοί» του σωκρατικού Βάρναλη που ταράζονται στη σκέψη της ποίησης, στο άκουσμα της κραυγής της;
Η αναφορά που ακολουθεί δεν θα μπορούσε να λείπει από τούτο το συσχετισμό του τσιγάρου με τη λογοτεχνία και εδώ, ειδικότερα με τη λειτουργία της ποίησης. Ο Γιάννης Ρίτσος, ο Έλληνας ποιητής με τη ματιά του να ξεπερνά τα ρεύματα και τις τάσεις γράφει: «στρίβει στα δάχτυλά του την ψυχή σου ο αποσπερίτης σαν τσιγάρο, έτσι ανάσκελα να τη φουμάρεις την ψυχή σου.» Με αυτήν την περιγραφή, η οποία δεν συνιστά παρά την εικόνα και την ώρα ενός θανάτου, ο Ρίτσος παραδέχεται την εφήμερη, ανθρώπινη ύπαρξη, εκείνη που τόσο ύμνησε. Εδώ συνίσταται η ειλικρίνειά του. Και καθώς οι καπνιστές γυρεύουν την απόλαυσή τους, οι ποιητές τους παρατηρούν από τους εξώστες, πουλιά καρφωμένα και όλο τραγουδούν την αναζήτησή τους τη μοιραία. 

Ο καπνός καθώς αναδύεται σαν σκέψη πάνω από το κεφάλι ενός φιλοσόφου. Οι φωτογραφίες του καπνιστή Ανδρέα Εμπειρίκου, η Κατερίνα Γώγου στην αποτύπωση του ταραχώδους βλέμματός της, ο αιρετικός καταγραφέας του ελληνικού, λούμπεν στοιχείου Ηλίας Πετρόπουλος, ο οποίος διεκδικεί το δικαίωμα στον «ιδιωτικό» του καρκίνο. Τέλος, ο νεαρός Λιαντίνης, ο τελευταίος μυσταγωγός της ελληνικής φιλοσοφίας αποκλείει κάθε περίπτωση υπαναχώρησης στην απόλαυση του καπνού. Όλοι όσοι αναφέρουμε εδώ, αλλά και εκείνοι που προηγούνται γράφουν για τον καπνό. Καθένας βιώνει την εθιστική αυτή απόλαυση με ξεχωριστό τρόπο. «Να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ και η σκόνη με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας» γράφει η Κατερίνα και όπου και αν στήσεις την κάμερά σου, «τρία» ή περισσότερα «κλικ» η μορφή της θα σε καταδιώκει. Η ποίηση απαιτεί το κάπνισμα και το τσιγάρο «σηκώνει» την πρώτη. Έτσι, λαϊκά και «άφιλτρα.»

Στην πεζογραφική παραγωγή οι αναφορές στον καπνό και το τσιγάρο δεν είναι λιγότερες. Στα πλαίσια των διαρκώς αυξανόμενων ανθολογιών, τα «Δώδεκα διηγήματα για τον καπνό» συνιστούν μια εξαιρετική διηγηματογραφία, Ελλήνων συγγραφέων, οι οποίοι με αφορμή το τσιγάρο και τον καπνό καταθέτουν δώδεκα φανταστικές ιστορίες, άλλες δοσμένες με ρεαλισμό και άλλες κινούμενες σε πιο υπερβατικά επίπεδα. Με την επισήμανση της βλαβερής επίδρασης του καπνού στην ανθρώπινη υγεία, οι συγγραφείς «τιμούν» τη συνεισφορά του τσιγάρου στην έμπνευση, την αντίδραση στην αμηχανία και γεμίζουν το σταχτοδοχείο μας με σκέψεις και ιδέες. Ο Νετζατή Τζούμαλι, Τούρκος λογοτέχνης και ποιητής, συντάσσει σε μια τριλογία την ιστορία του καπνού και ο Πέτρος Μάρκαρης, μεταφράζει την τουρκική γλώσσα, τιτλοφορώντας το έργο ως «Πικρός Καπνός». Ενδεικτικός ο τίτλος και περιεκτικός για την ιστορία μιας απόλαυσης, η οποία κυνηγήθηκε αλλά και υμνήθηκε κατ΄εξακολούθησιν από την εποχή της πρώτης ανακάλυψής της ως και τις μέρες μας. «Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού» του Τσέχωφ συνιστά μια ακόμα ευθεία αναφορά στο τσιγάρο. Με έναν ρεαλιστικό, καθημερινό τίτλο ο Τσέχωφ δικαιολογεί τη ρωσική πρωτοπορία στην ανθρώπινη ψυχολογία, περιγράφοντας ανάγλυφα, με μια άσχετη αφορμή τις σχέσεις των ανθρώπων και τη δυσκολία με την οποία αυτές πραγματώνονται στις μέρες μας. Ο παραλογισμός του καιρού μας δοσμένος με έναν γλαφυρό, ευφάνταστο τρόπο. Ο Τσέχωφ με το έργο του προκαλεί το γέλιο, αλλά και τη συζήτηση ακόμα και όταν οι κουίντες κλείσουν και ο λόγος πάψει. 

Ο Φόκνερ στον «Καπνό και άλλα διηγήματα», ήδη από το εξώφυλλο προϊδεάζει τον αναγνώστη για μια έμμεση αναφορά στη μαγεία του καπνού. Με αυτοτελή κείμενα, διηγηματικές αναφορές με ευφάνταστο περιεχόμενο,  ο συγγραφέας πασχίζει να μεταδώσει το άρωμα του καπνού από τις σελίδες ενός ιδιαίτερου βιβλίου.

Ο καπνός, ο κατέχων παρουσία κινηματογραφική και καλλιτεχνική, δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητη την τέχνη του λόγου, ξένη και εντόπια. Στο «Ημερολόγια Καπνού» ο συγγραφέας παρακολουθεί την υπόθεση του καπνού, την επίδρασή του στην ελληνική κοινωνία, την ελληνική τέχνη. 

Μακ Τουέιν, Αλμπέρτ Καμύ, Ζαν Πολ Σαρτρ, Παπαδιαμάντης, Μπρεχτ, Ντίκενς, Μπωντλαίρ. Τα παραπάνω ονόματα παραπέμπουν σε μερικές από τις μεγαλύτερες στιγμές της παγκόσμιας, λογοτεχνικής ιστορίας. Η έννοια της δημιουργίας, όμως, ως μια άρτια εκτελεσμένη λειτουργία δεν αποτελεί το μόνο στοιχείο σύνδεσής του. Από τον ανεπανάληπτο Τουέιν και τη δήλωσή του πως «αν στον παράδεισο δεν έχει καπνό, τότε αρνούμαι να βρίσκομαι εκεί» ως τον Σαρτρ και την πεποίθησή του πως «μέσω του ταμπάκου {που κάπνιζε}, ήταν όλος ο κόσμος που καιγόταν, που ανασχηματιζόταν σε αχνό, προκειμένου να εισαχθεί και πάλι εντός» το τσιγάρο αποτέλεσε μια ταυτισμένη με την ύπαρξη συνήθεια. Η καθολική του επιρροή στο καλλιτεχνικό επίπεδο ήταν εκείνη που οδήγησε τον Ζαν Κοκτό να δηλώσει πως «το πακέτο των τσιγάρων, η τελετουργία με την οποία τα βγάζουμε από κει, το άναμμα του αναπτήρα κι εκείνο το αλλόκοτο σύννεφο που μας διαπερνά και που εισπνέουν τα ρουθούνια μας, αποτελούν ισχυρά θέλγητρα που έχουν κατακτήσει τον κόσμο.»


Λογοτεχνία και Καπνός (Μέρος Α')


Ένα εξαιρετικό άρθρο από τον Α. Θηβαίο, για την λογοτεχνία υπό το πρίσμα του καπνού...


Τόσο στη λογοτεχνία, όσο και τους υπόλοιπους χώρους της δημιουργικής έκφρασης, το τσιγάρο κέρδισε επάξια τη θέση του ως πηγή έμπνευσης.
Το τσιγάρο συνοδεύει σχεδόν κάθε προσωπική μας στιγμή. Στη λύπη, στον πόνο, στις χαρούμενες στιγμές μας, αλλά και σε εκείνες που αναδύουν αγωνία και αδιέξοδο, ο καπνός είναι εκεί για να μας συντροφέψει. Το τσιγάρο συνιστά εκείνο το μέσο, το οποίο θα συμβάλει στη διαμόρφωση εικόνων και αισθήσεων, απαραίτητων, ως πρωταρχικά, δομικά υλικά στις τέχνες. Όπως και στη ζωή, έτσι και την τέχνη, ο καπνιστής αποτελεί ένα αντικείμενο μελέτης. Ψυχολογικά ή αισθητικά, ο καπνός επιδρά στο πρόσωπο που πλάθει ο δημιουργός, αλλά και στον ίδιο το δημιουργό. Η αίσθησή του, κοινή, με μια διακριτική χροιά αμαρτίας, δεσπόζει ώστε να μην χρειάζεται, παρά μόνο η περιγραφή σε ένα αφήγημα της εικόνας κάποιου ή κάποιας που καπνίζει για να προκληθούν οι μυστηριακές «οσμές» του καπνού.

Ο χαρακτήρας του, ταυτισμένος με μια συνήθη αλλά τεκμηριωμένη αμαρτία δεν επιτρέπει στο ζωγράφο να λησμονήσει τη θεματική του. Μια γυναίκα, πολλές φορές ημίγυμνη να καπνίζει, ένας άνδρας που στέκεται απόμερα έχοντας συντροφιά το τσιγάρο, ο καπνός που επιβάλλει στην εικόνα την απόχρωση ενός εφήμερου και κυρίαρχου γκρι χρώματος. Όλα τούτα θυμάται ο γράφων, όλα τούτα ανασύρει καθώς, καπνίζοντας προσπαθεί να ξεχωρίσει την τελευταία μαρτυρία του καπνού στην τέχνη.
«θυμίαμα η γαλάζια οσμή κι ο καπνός ασημένιος, κερί να στάζει ολοένα στα παιδόπουλα καημένε κόσμε», γράφει ο Νίκος Καρούζος, ο σπουδαίος ποιητής. Και ο καπνός γίνεται ποίηση, ο στίχος «ενδύεται» την άϋλη όψη του, την πυκνότητά του, τη νοσταλγική του χροιά. Ο καπνός εισάγεται στο στίχο, ως μια εφήμερη μαρτυρία της πραγματικότητας. Τέτοιος είναι, αναλώσιμος, οριστικοποιείται και χάνεται ως προϊόν μιας μυστηριακής καύσης. Η πρόσκαιρη παρουσία του, η ταυτισμένη με την απόλαυση ύπαρξή του, θα γοητεύει πάντα τους ποιητές και τους ονειροπόλους. Εκείνοι θα διακρίνουν στην αναφορά του μια εμφανή και κατάλληλη σημειολογία, για να περιγράψουν την αίσθηση της ηδονής, για να κοινωνήσουν με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο το σύντομο, ανθρώπινο πέρασμα. Άλλωστε, ποιος από εμάς δεν έχει φανταστεί το καταφύγιο ενός ποιητή πνιγμένο σε δαχτυλίδια καπνού, ποιος δεν έχει υποθέσει τη μοναδική συντροφιά του τσιγάρου για εκείνους που αρέσκονται σε προσωπικές συνομιλίες. Είτε πρόκειται για την απτή πραγματικότητα, είτε πάλι μιλούμε για εκείνη που πλάθεται και επιζεί σε πείσμα των εποχών και του καιρού, ο καπνός, συνιστά τη μοναδική εκείνη στιγμή που η ανάσα μας θα φανεί σε ολόκληρη την ένταση μια εκπνοής. Ο καπνός δεν είναι άλλο από το καθρέφτισμα της ανάσας μας. Εκείνη θα αναδυθεί πάντα πάνω από το στίγμα της φωτιάς ενός τσιγάρου. Και οι καημοί, οι νοσταλγίες μας τότε νιώθουμε πως θα εξαντληθούν και με βεβαιότητα θεωρούμε πως όταν σβήσουμε την ελάχιστη φωτιά στα χείλη μας, τότε η πιο κρυφή μας απόγνωση θα έχει σκορπίσει στις απέραντες, υπερίωνες θάλασσες.

Μιλώντας για την ποίηση και το τσιγάρο και με αφορμή ένα φλέγον ζήτημα της χρονιάς που μας άφησε, δεν μπορούμε παρά να μνημονεύσουμε εκείνο το μικρό απόσπασμα από τη συνέντευξη του εκκλιπόντος ποιητή Γιάννη Βαρβέρη και τον ευφάνταστρο τρόπο, με τον οποίο ο ίδιος συνέδεσε το τσιγάρο με τη στιχουργική. Ο ίδιος στην εφημερίδα «Athens Voice» λέει σχετικά: «…Όσα τσιγάρα και αν καπνίσεις δεν θα γυρίσεις σπίτι σου να χτυπήσεις τη γυναίκα σου, ούτε θα δημιουργήσεις δυστύχημα στο δρόμο. Από την άλλη κανείς δεν ασχολείται με το Κοζλοντούι, το Τσερνομπίλ, ούτε τα άλλα, τα μεταλλαγμένα, τα «προωθούμενα» ναρκωτικά….Για αυτό λέω: καπνίστε τσιγάρο και ποίηση.» Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως το προηγούμενο εδάφιο, συνιστά περισσότερο μια ρητή υπεράσπιση του τσιγάρου, παρά μια λογοτεχνική αναφορά σε αυτό. Μα η φράση για το τσιγάρο και την ποίηση, η πρόσκληση του ποιητή στον αναγνώστη, αποδεικνύει την αίσθηση της απόλαυσης, η οποία συνδέει σαν κοινό παρονομαστής τούτα τα δύο. Προφανώς ο Βαρβέρης μας καλεί σε μια μυσταγωγία, εκείνη της ποίησης και με τρόπο περιεκτικό, δηλώνει ευθαρσώς την αναλογία της απόλαυσης. 
Στο ποίημα «Γράμμα σε έναν ποιητή», το οποίο τόσο πετυχημένα και μοναδικά μελοποίησε ο Δημήτρης Ζερβουδάκης, ο ποιητής Νίκος Καββαδίας γράφει: «Εσύ τσιγάρο Camel να καπνίζεις και εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey.» Το τσιγάρο και το ποτό μοναδικά μέρη μιας διαλεκτικής, η οποία στηρίζεται στις ανθρώπινες σιωπές. Και είναι αλήθεια, εκείνο που ο γράφων υποψιάζεται πως περίπου έτσι θα ειπώθηκε. «Η ποίηση γράφτηκε τις ώρες των πιο μεγάλων σιωπών.» Ετούτη την αίσθηση, που μοιάζει σαν αυτή που αντλείται στις πιο αδιάφορες και πάντα καθοριστικές στιγμές μας ο ποιητής Καββαδίας ανασύρει και αίφνης επιφέρει μία πληγή στο θηρίο του καθημερινού αισθήματος και ο καπνός δεν θα μοιάζει ποτέ ίδιος, ποτέ ο καπνός δεν θα είναι λιγότερο σπουδαίος, λιγότερο ποιητικός και φανταστικός. 


Τόμας Ν. - Κι ο θάνατος δεν θα'χει πια εξουσία





Αυτοκαταστροφικός, παθιασμένος, ακούραστα δαιμονικά ποιητικός, ο Ουαλός Ντύλαν Τόμας, επινοεί και δημιουργεί στυλ, αντιμετωπίζει τις λέξεις σαν μερόνυχτα, πασπατεύει τα νοήματά τους, δεν φοβάται να ουρλιάξει κατά πρόσωπο. Τα ποιήματά του περιστρέφονται γύρω από βασικά ένστικτα και φοβίες: την γονιμότητα και το θάνατο. Παρ' όλη την επιτυχία που είχε στο βρετανικό και αμερικάνικο κοινό, ο Τόμας έζησε μια ζωή στη φτώχεια και το αλκοόλ. Το τελευταίο, θα τον προδώσει, όταν μετά από ένα ακραίο μεθύσι θα δώσει τέλος στη ζωή του, σε ηλικία 39 ετών. 






Τα ποιήματα τούτα, μ' όλες τις χοντροκοπιές,
τις ανοησίες και τις συγχύσεις τους, κινήθηκαν
απ' την αγάπη μου για το Θεό και τον Άνθρωπο,
κι αν δεν είναι έτσι, ας μην είμαι παρά ένας
τρισκατάρατος βλάκας.
                                                                           Ντύλαν Τόμας





Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία.
Γυμνοί οι νεκροί θα γίνουν ένα
Με τον άνθρωπο του ανέμου και του δυτικού φεγγαριού
Όταν ασπρίσουν τα κόκκαλά τους και τριφτούν  τ’ άσπρα  κόκκαλα
Θάχουν αστέρια στον αγκώνα και στο πόδι
Αν τρελάθηκαν η γνώση τους θα ξαναρθεί,
Αν βούλιαξαν στο πέλαγος θ’ αναδυθούν
Αν χάθηκαν οι εραστές δεν θα χαθεί η αγάπη
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία.

Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Όσους βαθιά σκεπάζουν οι στροφάδες των νερών
Δεν θ’ αφανίσει ανεμοστρόβιλος

Κι αν στρίβει ο τροχαλίας κι οι κλειδώσεις ξεφτίζουν
Στον τροχό αν τους παιδεύουν δεν θα τους συντρίψουν
Στα σπασμένα τα χέρια τους θάναι η πίστη διπλή
Κι οι μονόκεροι δαίμονες ας τρυπούν το κορμί
Χίλια κομμάτια θρύψαλα κι αράγιστοι θα μείνουν
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία.

Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Ας μη φωνάζουν πια στο αυτί τους γλάροι
Ας μην σπάζει μ’ ορμή στο γιαλό τους το κύμα
Εκεί που έν’ άνθι φούντωνε δεν έχει τώρα ανθό
Να υψώσει την κορφή του στης βροχής το φούντωμα
Τρελοί, μπορεί, και ξόδια, ψόφια καρφιά, μα ιδές
Φύτρα των σημαδιών τους, να, σφυριές οι μαργαρίτες
Ορμούν στον ήλιο ωσότου ο ήλιος να καταλυθεί,
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία. 

                              
(Μετάφραση: Λύντια Στεφάνου)

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Άγγελος Τερζάκης (απόσπασμα)

Ο ένας δρόμος οδηγεί στο Θεό, αναστέναξε βαρειά ο Παραδείσης, ο άλλος στον ολοκληρωτισμό. Φοβάμαι, τρέμω, μήπως δεν υπάρχει τρίτος, ενδιάμεσος. Εμείς βλέπεις, καλέ μου, είμαστε σήμερα ένας κόσμος που έχασε το Θεό του. Η ιδέα της θεότητας απουσιάζει από τη ζωή, το βλέπεις, κι’ απόμεινε στη θέση της ένα είδωλο. Τι θα γίνουμε δίχως Θεό; πες μου. Μπορούμε να ζήσουμε κι’ έτσι, δίχως την κεκτημένη ταχύτητα που μας οδηγούσε ίσαμε τώρα; Ίσως ναι, δε λέω. Άλλοτε, το πίστεψα φανατικά. Ως τότε όμως, στη μεταβατική τούτη εποχή, δε βρίσκεις πως μπορούν να σημειωθούν πράγματα τερατώδη, πράξεις έσχατης απελπισίας, να βγουν στο φως όντα με όψη ανθρώπινη που δε θα έχουν ωστόσο καμμιά σχέση μαζί μας; Εγώ, εγώ που με βλέπεις, ποτέ μου, από κούνια, δεν πίστεψα στο Θεό. Κι’ όμως αργότερα, δίχως να το καταλάβω πώς, οδηγήθηκα να πιστεύω στην ανώτερη χρησιμότητά του, στην αγριωπή ομορφιά θα ’λεγα. Ικανοποιεί μέσα μας ένα αίσθημα υψηλής, όχι θετής απλά, δικαιοσύνης… Αχ, όλ’ αυτά μου φάγανε το μυαλό, είπε κι’ έβγαλε πάλι τα γυαλιά του, έτριψε μέσα στα δάχτυλά του το μέτωπό του σαν άνθρωπος ξαφνικά άρρωστος.
Σώπασαν. Το βράδι τους είχε προφτάσει, άναβαν γύρω τα φώτα.

Ίταλο Καλβίνο - Πάλομαρ

απόσπασμα από το βιβλίο "Πάλομαρ"/ Το δάγκωμα της γλώσσας

***

Σε μια εποχή και σε μια χώρα όπου όλοι κάνουν ό, τι περνάει από το χέρι τους για να διατυμπανίσουν κάποια γνώμη ή κρίση τους, ο κύριος Πάλομαρ απόκτησε τη συνήθεια να δαγκώνει τη γλώσσα του τρεις φορές πριν υποστηρίξει οτιδήποτε. Αν στο τρίτο δάγκωμα της γλώσσας είναι ακόμα πεισμένος για αυτό που ήθελε να πει, το λέει. Αν όχι, μένει σιωπηλός. Πράγματι, περνά εβδομάδες ή και μήνες ολόκληρους στη σιωπή. 

Δε λείπουν ποτέ οι κατάλληλες ευκαιρίες που τον βοηθάνε να σιωπά. Συχνά όμως τυχαίνει να μετανιώνει γιατί δεν είπε κάτι που θα μπορούσε να πει την κατάλληλη στιγμή. Συνειδητοποιεί ότι τα γεγονότα επιβεβαίωσαν εκείνο που σκεφτόταν και ότι αν τότε είχε εκφράσει τη σκέψη του, ίσως θα επηρέαζε θετικά -έστω και σ' ένα μικρό βαθμό- αυτά τα γεγονότα. Σ' αυτές τις περιπτώσεις μοιάζει διχασμένος ανάμεσα στην ικανοποίηση ότι είχε σκεφτεί σωστά και στην ενοχή που του δημιουργεί η υπερβολική επιφυλακτικότητά του. Κι είναι αυτά τα συναισθήματα τόσο δυνατά, ώστε προσπάθησε κάποια φορά να τα εκφράσει με λέξεις. Αφού όμως δάγκωσε τη γλώσσα του τρεις φορές, ή μάλλον έξι, πείστηκε ότι δεν έχει κανένα απολύτως λόγο είτε να υπερηφανεύεται είτε να έχει ενοχές.

Το ότι είχε σκεφτεί σωστά δεν είναι κανενός είδους ανδραγάθημα: στατιστικά, μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτο ότι ανάμεσα στις πολλές λαθεμένες, συγκεχυμένες ή και κοινότυπες ιδέες που του έρχονται καθημερινά στο μυαλό, κάποια θα είναι ξεκάθαρη ή και ευφυής. Όπως άλλωστε ήρθε στο δικό του μυαλό, θα μπορούσε σίγουρα να έρθει και στο μυαλό κάποιου άλλου.

Πιο πολύπλοκη είναι η αναζήτηση των λόγων που τον σπρώχνουν να μην εκφράζει τη σκέψη του. Σε καιρούς γενικής σιωπής, το να συμμορφώνεσαι με τη σιωπή των πολλών είναι αναμφισβήτητα μια πράξη ένοχη. Σε καιρούς, αντίθετα, όπου όλοι μιλάνε πολύ, το σημαντικότερο δεν είναι να πεις το σωστό πράγμα -έτσι κι αλλιώς θα χανόταν μέσα στην πλημμύρα των λέξεων- όσο το να το πεις ξεκινώντας από μερικές προκαταρκτικές βάσεις και εμπλέκοντας στη συνέχεια το παιχνίδι των συνεπειών που θα δώσει στα λεγόμενά σου τη μεγαλύτερη δυνατή αξία. Αν όμως η αξία μιας συγκεκριμένης κοινοποίησης βρίσκεται στη συνέχεια και στη συνέπεια της γενικότερης συζήτησης στην οποία η κοινοποίηση αυτή εντάσσεται, τότε η μόνη δυνατή επιλογή για κάποιον είναι να μιλά συνεχώς ή να μη μιλά καθόλου. Στην πρώτη περίπτωση ο κύριος Πάλομαρ θα φανέρωνε ότι η σκέψη του δεν αναπτύσσεται ευθύγραμμα αλλά με ζικ-ζακ, με συνεχείς ταλαντεύσεις, αντιφάσεις, επανορθώσεις, μέσα στις οποίες θα χανόταν τελικά η ορθότητα εκείνης της κοινοποίησής του. Όσον αφορά τώρα τη δεύτερη εναλλακτική λύση, αυτή προϋποθέτει το ταλέντο της σιωπής, ταλέντο ακόμα πιο δύσκολο από το ταλέντο του λόγου. 

Πράγματι, ακόμα και η σιωπή μπορεί να θεωρηθεί ομιλία, αφού δεν είναι παρά άρνηση της χρήσης του λόγου που κάνουν άλλοι. Η έννοια όμως αυτής της σιωπής-ομιλίας βρίσκεται στις διακοπές της, δηλαδή σε όσα λέγονται κάθε τόσο και δίνουν μια βαρύτητα σε όσα δε λέγονται ποτέ. 

Με άλλα λόγια, η σιωπή μπορεί να είναι χρήσιμη για ν' αποκλείει ορισμένες λέξεις ή για να τις φυλάει κάπου παράμερα ώστε να χρησιμοποιηθούν σε μια καλύτερη ευκαιρία. Το ίδιο, μια λέξη που λέγεται σήμερα μπορεί να σε γλυτώσει από εκατό αυριανές λέξεις ή να ανοίξει το δρόμο σε άλλες χίλιες. "Κάθε φορά που δαγκώνω τη γλώσσα μου -κατέληγε νοερά ο κύριος Πάλομαρ- πρέπει να σκέφτομαι όχι μόνον όσα πρόκειται να πω ή να μην πω, αλλά και όσα θα ειπωθούν ή δε θα ειπωθούν από μένα ή τους άλλους, αν εγώ μιλήσω ή δε μιλήσω". Έχοντας κάνει αυτή τη σκέψη, δαγκώνει τη γλώσσα του και παραμένει σιωπηλός. 

***

Ο Πάλομαρ είναι ένας άνθρωπος για τον οποίο δεν ξέρουμε τίποτα. Το μόνο που μαθαίνουμε γι' αυτόν είναι οι σκέψεις του. Η ομοιότητα του ονόματός του με του μεγάλου αστεροσκοπείου Παλομάρ δεν είναι τυχαία. Το ερευνητικό, όλο περιέργεια βλέμμα του, ίδιο με τεράστιο τηλεσκόπιο, ανιχνεύει ακατάπαυστα τον Κόσμο, προσπαθώντας ν' ανακαλύψει το κρυμμένο του είναι. Δεν παρατηρεί μονάχα τον ουρανό· παρατηρεί και το γυμνό στήθος μιας γυναίκας, κι ένα σαμιαμίδι που καταβροχθίζει τα θύματά του, κι ένα κύμα που σκάει στην ακρογιαλιά, και μια βιτρίνα με τα καλύτερα γαλλικά τυριά: κοιτάζει όλα όσα συμβαίνουν γύρω του, άλλοτε με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού κι άλλοτε με την ηρεμία του σοφού ανθρώπου. Ο Πάλομαρ δεν είναι ποτέ σίγουρος για τον εαυτό του, δεν κατέχει καμιά μοναδική αλήθεια, και δεν φοβάται να αλλάζει άποψη όταν αυτό του επιβάλλει η ζωή και ο κόσμος. Ο Πάλομαρ -ο Καλβίνο- κοιτάζει, διαλογίζεται προσπαθώντας ν' αποκωδικοποιήσει το παμπάλαιο και πάντα ανεξιχνίαστο αλφάβητο της ζωής. 

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Κάφκα Φ. - Αφορισμοί







Με αφορμή τα 130α γενέθλια του Φ. Κάφκα, θα ξεδιπλώσουμε, έστω και στο ελάχιστο, το πολύπλοκα εξαιρετικό και διαχρονικό μυαλό του συγγραφέα, αποτυπώνοντας τις σκέψεις του, περί αμαρτίας, βασάνων, ελπίδας και αλήθειας.







Ο αληθινός δρόμος οδηγεί κατά μήκος ενός ακροβατικού σχοινιού, που δεν είναι τεντωμένο ψηλά αλλά μόλις πάνω απ'το έδαφος. Ο σκοπός του μοιάζει να είναι περισσότερο να σκοντάψει κανείς παρά να βαδίσει παραπλεύρως του. 


Υπάρχουν δύο θεμελιώδη ανθρώπινα αμαρτήματα από τα οποία προκύπτουν όλα τα υπόλοιπα: η ανυπομονησία και η νωθρότητα. Λόγω ανυπομονησίας οι Πρωτόπλαστοι εκδιώχθηκαν από τον Παράδεισο, λόγω νωθρότητας δεν επιστρέφουν. Ίσως, όμως, υπάρχει μόνο ένα θεμελιώδες αμάρτημα: η ανυπομονησία. Λόγω ανυπομονησίας εκδιώχθηκαν, λόγω ανυπομονησίας δεν επιστρέφουν. 


Πέρα από ένα ορισμένο σημείο, δεν υπάρχει επιστροφή. Αυτό το σημείο οφείλουμε να το φτάσουμε. 


Η αποφασιστική στιγμή στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους διαρκεί για πάντα. Να γιατί τα επαναστατικά πνευματικά κινήματα που δηλώνουν ότι όλα τα προηγούμενα πράγματα είναι 
άνευ σημασίας έχουν δίκιο, γιατί ακόμα δεν έχει συμβεί τίποτα. 


Μια βρωμερή σκύλα, που έχει κάνει αμέτρητες γέννες και σαπίζει ήδη σε διάφορα σημεία- αν και όταν ήμουν παιδί σήμαινε τα πάντα για μένα- που με ακολουθεί πιστά όλη την ώρα, που δεν μου κάνει καρδιά να την χτυπήσω, αλλά εντούτοις απομακρύνομαι από κοντά της βήμα- βήμα, μην μπορώντας να υποφέρω ούτε την ανάσα της- κι ωστόσο, αν δεν αποφασίσω κάτι άλλο, θα με στριμώξει στη γωνία που ήδη βλέπω να διαφαίνεται, όπου αυτή θα αποσυντεθεί ολοκληρωτικά, πάνω μου και μαζί μου, με την πυώδη και σκουληκιασμένη σάρκα της γλώσσας της- είναι τιμή αυτό;- πάνω στο χέρι μου μέχρι το οριστικό τέλος. 


Σαν ένα μονοπάτι το φθινόπωρο: πριν καλά- καλά προλάβει να καθαριστεί από τον άνεμο, καλύπτεται πάλι από ξερά φύλλα. 


Ένα κλουβί βγήκε εις αναζήτησιν πουλιού. 


Είσαι το μάθημα. Μαθητές, πουθενά. 


Υπάρχει προορισμός, αλλά όχι δρόμος- αυτό που αποκαλούμε δρόμο είναι ο δισταγμός.


Ο αυτοέλεγχος είναι κάτι που δεν πασχίζω να πετύχω. Αυτοέλεγχος σημαίνει ότι θέλω να εργαστώ αποτελεσματικά σε κάποιο τυχαίο σημείο μέσα στις άπειρες ακτινοβολίες της πνευματικής μου ύπαρξης. Αλλά αν πρέπει να σχεδιάζω τέτοιους κύκλους γύρω μου, τότε είναι καλύτερα για μένα να το κάνω παθητικά, χάσκοντας απλώς με θαυμασμό για το τεράστιο σύμπλεγμα, και να πάρω ίσα- ίσα μαζί μου στο σπίτι την τόνωση που e contrario, παρέχει αυτό το θέαμα. 


Η μεσολάβηση του φιδιού είναι απαραίτητη: το Κακό μπορεί να ξελογιάσει τον άνθρωπο, αλλά δεν μπορεί να γίνει άνθρωπος. 


Ψεύδεσαι όσο το δυνατόν λιγότερο μόνο όταν ψεύδεσαι όσο λίγο γίνεται, όχι όταν έχεις την ελάχιστη δυνατή ευκαιρία για να το κάνεις. 


Το Ακατάλυτο είναι ένα- είναι κάθε μεμονωμένο ανθρώπινο ον και ταυτόχρονα είναι κοινό σε όλους, εξ ου και η απαράμιλλη δύναμη των δεσμών που ενώνουν την ανθρωπότητα. 


Αν αυτό που υποτίθεται ότι καταστράφηκε στον Παράδεισο ήταν καταλυτό, τότε δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας, αλλά αν ήταν ακατάλυτο, τότε ζούσε μέσα σε μια ψευδή πίστη. 


Δοκίμασε τον εαυτό σου με την ανθρωπότητα. Τούτη η δοκιμή κάνει όποιον αμφιβάλλει ν'αμφιβάλλει, όποιον πιστεύει να πιστεύει. 


Η συναναστροφή με τους άλλους παρασύρει κάποιον στο να παρατηρεί τον εαυτό του. 

Η αλήθεια είναι αδιαίρετη και, άρα, δεν μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό της- όποιος θέλει να την αναγνωρίσει πρέπει να ανήκει στο ψέμα. 


Το Κακό είναι η ακτινοβολία της ανθρώπινης συνείδησης σε ορισμένες μεταβατικές καταστάσεις. Δεν πρόκειται ακριβώς για τον κόσμο των αισθήσεων, που είναι απλώς μια εξωτερική όψη, αλλά για το κακό του, που αναμφίβολα συνιστά τον κόσμο των αισθήσεων στα μάτια μας. 


Μια πίστη σαν λαιμητόμος, τόσο βαριά, τόσο ελαφριά. 


Δύο καθήκοντα στην αφετηρία της ζωής σου: Να περιορίζεις όλο και περισσότερο την τροχιά σου, και να ελέγχεις διαρκώς κατά πόσον κρύβεσαι έξω από αυτήν. 


Η ταπεινοφροσύνη δίνει στον καθένα, ακόμα και σ'εκείνον που βρίσκεται στην απόγνωση της μοναξιάς, την πιο δυνατή σχέση με τον συνάνθρωπό του, αν και, βέβαια, μόνο στην περίπτωση της ολοκληρωτικής και διαρκούς ταπεινοφροσύνης. Μπορεί να το κάνει αυτό γιατί είναι η πραγματική γλώσσα της προσευχής, η λατρεία και συγχρόνως η πιο δυνατή ένωση. Η σχέση κάποιου με τον συνάνθρωπό του είναι σχέση προσευχής, η σχέση με τον εαυτό του είναι σχέση πάλης, αγώνα- από την προσευχή αντλούμε το σθένος για ν'αγωνιστούμε. 

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Χικμέτ Ν. - Αισιόδοξος

(Ο Ναζίμ Χικμέτ στη φυλακή της Προύσης)


Mετάφραση: Στέλιος Mαγιόπουλος


Έχω στα στήθια μου 15 πληγές!
Mπήξανε στα στήθια μου 15 μαχαιριές,
με μαύρες λαβές!
H καρδιά μου πάλι χτυπά,
η καρδιά μου πάλι θα χτυπήσει.

Έχω στα στήθια μου 15 πληγές.
Tις 15 πληγές μου ζώσανε,
σαν μαύρα φίδια γλιστερά, τα σκοτεινά νερά!
H μαύρη θάλασσα θέλει να με πνίξει,
θέλουνε να με πνίξουνε
τα ματωμένα σκοτεινά νερά!

Στα στήθια μπήξαανε 15 μαχαιριές
με μαύρες λαβές.
H καρδιά μου πάλι χτυπά.
H καρδιά μου πάλι θα χτυπήσει!!

Aπ' τις 15 πληγές μου
ανάψανε 15 φωτιές.
Σπάσανε στα στήθια μου 15 μαχαιριές
με μαύρες λαβές...
H καρδιά μου σαν μια ματωμένη σημαία
πλαταγίζει

ΘA ΠΛATAΓIΣEI!!
ΘA XTYΠHΣEI!!


Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Σαρλ Μπωντλαίρ - Ο καθένας με τη χίμαιρά του

Κάτω από έναν βαρύ γκρίζο ουρανό, σε μια μεγάλη σκονισμένη πεδιάδα, χωρίς δρόμους, χωρίς χλόη, χωρίς ένα γαϊδουράγκαθο, χωρίς μια τσουκνίδα, συνάντησα ανθρώπους πολλούς να περπατούν σκυφτοί.

Ο καθένας τους κουβαλούσε πάνω στην πλάτη του μια τεράστια Χίμαιρα, βαριά σαν ένα σάκο αλεύρι ή κάρβουνο, ή όσο η εξάρτυση Ρωμαίου πεζικάριου.

Αλλά το τερατόμορφο ζώο δεν ήταν ένα βάρος άψυχο. Αντίθετα, περιτύλιγε και συμπίεζε τον άνθρωπο με τους ελαστικούς και ισχυρούς μυς του. Γαντζωνόταν με τα δυο πελώρια νύχια του στο στήθος του υποζυγίου του και το μυθικό του κεφάλι υψωνόταν πάνω απ' το μέτωπο του ανθρώπου, σαν μια από εκείνες τις φοβερές περικεφαλαίες με τις οποίες οι αρχαίοι πολεμιστές ήλπιζαν ν' αυξήσουν τον τρόμο του εχθρού. 

Σταμάτησα έναν από αυτούς τους ανθρώπους και τον ρώτησα πού πήγαιναν έτσι. Μου απάντησε ότι δεν ήξερε τίποτα, ούτε αυτός, ούτε οι άλλοι. Αλλά ότι προφανώς κάπου πήγαιναν, αφού τους ωθούσε μια ακατανίκητη ανάγκη να προχωρούν. 

Κάτι περίεργο και αξιοσημείωτο: κανείς από αυτούς τους ταξιδιώτες δεν έδειχνε εξοργισμένος με το άγριο θηρίο που ήταν κρεμασμένο στο λαιμό του και κολλημένο στη ράχη του. Θα έλεγε κανείς ότι το θεωρούσε μέρος του εαυτού του. Όλα αυτά τα σοβαρά και κουρασμένα πρόσωπα δεν μαρτυρούσαν καμιά απελπισία. Κάτω από το μελαγχολικό θόλο του ουρανού, με τα πόδια βουτηγμένα στη σκόνη μιας γης θλιμμένης όσο αυτός ο ουρανός, πορεύονταν με την καρτερική φυσιογνωμία αυτών που είναι καταδικασμένοι να ελπίζουν πάντα. 

Και η πομπή πέρασε δίπλα μου και χάθηκε στην ατμόσφαιρα του ορίζοντα, στο σημείο όπου η στρογγυλή επιφάνεια του πλανήτη ξεφεύγει από την περιέργεια της ανθρώπινης ματιάς.

Για μερικές στιγμές πείσμωνα να κατανοήσω αυτό το μυστήριο. Σύντομα όμως η ακατανίκητη Αδιαφορία με κυρίεψε, και αισθανόμουν περισσότερο καταπονημένος εγώ, παρά αυτοί απ' τις Χίμαιρες που τους συνθλίβανε. 

Λόρκα Φ.Γ. - Παραδοσιακό Τραγούδι των Νεκρών της Κούβας



Σάν θά ΄βγει η πανσέληνος θα πάω στης Κούβας το Σαντιάγο,
θα πάω στο Σαντιάγο
σε νερένιο αμάξι μαύρο.
Θα πάω στο Σαντιάγο.
Θα τραγουδούν οι στέγες από φοινικιές.
Θα πάω στο Σαντιάγο.
Όταν ο φοίνικας θέλει να γίνει πελαργός,
θα πάω στο Σαντιάγο.
Κι όταν θελήσει μέδουσα να γίνει η μπανανιά,
θα πάω στο Σαντιάγο.
Θα πάω στο Σαντιάγο
με το πυρόξανθο κεφάλι του Φονσέκα.
Θα πάω στο Σαντιάγο.
Και με το ρόδο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας
θα πάω στο Σαντιάγο.
Θάλασσα χάρτινη και νομίσματα ασημένια.
Θα πάω στο Σαντιάγο.
Ώ, Κούβα! Ώ, ρυθμέ από σπόρια ξεραμένα!
Θα πάω στο Σαντιάγο.
Ώ, μέση φλογερή και σταγόνες από δέντρα!
Θα πάω στο Σαντιάγο.
Άρπα ζωντανών κορμών. Καϊμάν. Του καπνού ανθέ.
Θα πάω στο Σαντιάγο.
Πάντοτε τό ΄λεγα, θα πάω στο Σαντιάγο
σε νερένιο αμάξι μαύρο.
Θα πάω στο Σαντιάγο.
Αύρα και ρούμι στους τροχούς,
θα πάω στο Σαντιάγο.
Το κοράλλι μου σε χώρους σκοτεινούς,
θα πάω στο Σαντιάγο.
Η θάλασσα πνιγμένη μες στην άμμο,
θα πάω στο Σαντιάγο.
Ζέστη λευκή, φρούτο πεθαμένο,
στο Σαντιάγο θα πηγαίνω.
Ώ, του ζαχαροκάλαμου βοδινή δροσιά!
Ώ, Κούβα, καμπυλότητα από λάσπη κι αναστεναγμό!
Στο Σαντιάγο σύντομα θα ΄ρθώ.


Οι μεταφράσεις των ανωτέρω ποιημάτων του Λόρκα είναι από τα έργα του Χρίστου Γούδη:
«ΛΟΡΚΑ: Ποιήματα της Ανδαλουσίας» (Τραυλός, 2003), «ΛΟΡΚΑ: Ποιητής στη Νέα Υόρκη»
(Τραυλός, 2005), και «Τα Ωραιότερα Ποιήματα του Κόσμου» (Εκδόσεις Άγνωστο, 2011).

Λειβαδίτης Τ. - Περιπέτεια




Και θα μπορούσε να γραφτεί η συγκλονιστική περιπέτεια μιας γυναίκας που της έπεσε η βελόνα στο πάτωμα, εκείνη γονατίζει κι αρχίζει να ψάχνει, εκεί συναντάει την παλιά της ζωή: χαμένα όνειρα, σφάλματα, νεκροί, μα η βελόνα πρέπει να βρεθεί, το φόρεμα να παραδοθεί, ο Χριστός να σταυρωθεί κι η γυναίκα ψάχνει, ψάχνει ώσπου ξαναβρίσκει τη βελόνα – σηκώνεται τότε, κάθεται στην καρέκλα εξαντλημένη και συνεχίζει να ράβει, ενώ κλαίει σιγανά γιατί κατάλαβε άξαφνα
πως γυρισμός δεν υπάρχει…   




Διαγωνισμός Ποίησης (codepoetry)

To codepoetry, ένα παιχνίδι ποίησης που “τρέχει” στους δρόμους της Αθήνας από το 2011, διοργανώνει διαγωνισμό ποίησης στο πλαίσιο συμμετοχής στο Athens Plaython 2013 που θα λάβει χώρα στις 14-15 Σεπτεμβρίου 2013.
Κατόπιν αξιολόγησης από την ομάδα του codepoetry, μια επιλογή δέκα ποιημάτων θα προβληθεί κατά το διαδραστικό διήμερο. Τα επιλεγμένα ποιήματα θα φιλοξενηθούν επίσης σε ξεχωριστό αρχείο της online πλατφόρμας του codepoetry και θα δημοσιευθούν σε ebook με άδεια Creative Commons, ενώ οι συγγραφείς τους θα παραλάβουν ένα τυπωμένο αντίτυπο.


Θέμα Διαγωνισμού:
“Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.”
Κ.Π. Καβάφης
Η θεματική των ποιημάτων καλείται να παραπέμπει:



  • Στους Ακρίτες και την λογοτεχνική τους παράδοση.
  • Στους λεγόμενους vigilante ή αυτόκλητους προστάτες-τιμωρούς, όπως εμφανίζονται ιστορικά ή σε έργα φαντασίας (πχ. comics) ή ακόμη αναπτύσσοντας μια επίκαιρη προβληματική.
  • Γενικότερα, στους φρουρούς κάθε λογής “συνόρων”.

Όροι συμμετοχής:
1. Κατατίθεται ένα ποίημα ανά διαγωνιζόμενο, στη θεματική που προαναφέρθηκε, μήκους έως 30 στίχων (σειρών), χωρίς άλλο περιορισμό.
2. Προθεσμίες υποβολής: Από τις 15 Ιουνίου μέχρι και τις 31 Αυγούστου 2013.
3. Τα αποτελέσματα θα αναρτηθούν, κατόπιν αξιολόγησης, στο codepoetry.gr στις 14 Σεπτεμβρίου 2013 και οι συμμετέχοντες θα ενημερωθούν μέσω email.
4. Τρόπος υποβολής: Το ποίημα αποστέλλεται ανυπόγραφα σε συνημμένο αρχείο*, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη διεύθυνση info@codepoetry.gr με Θέμα (subject): “Διαγωνισμός codepoetry”. Οι συμμετέχοντες θα λάβουν επιβεβαίωση της λήψης. Το email πρέπει επιπλέον να περιέχει τα εξής στοιχεία διαγωνιζόμενου/ης:


Ονοματεπώνυμο :
Τίτλος ποιήματος:
Email:
Tηλ επικοινωνίας:



* Τα συνημμένα αρχεία να είναι σε κατά προτίμηση σε φορμά OpenDocument* (ODT) ή PDF, γίνονται δεκτά και σε DOC ή DOCX, με γραμματοσειρά Arial, Liberation Sans ή Helvetica, μεγέθους 12. Για την παραγωγή των αρχείων, συνίσταται η χρήση Ελεύθερου Λογισμικού όπως πχ. το LibreOffice.

Ο Ν. Βρεττάκος αυτοβιογραφείται



Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991)



Τ' όνομά σου: ψωμί στο τραπέζι/
Τ' όνομά σου: νερό στην πηγή
Τ' όνομά σου παράθυρο ανοιγμένο τη νύχτα στην πρώτη του Μάη.



5.6.1962
Τι είναι αυτός ο μακρύς μονόλογος, που νοιώθω μέσα μου σήμερα το πρωί και που φαντάζομαι πως θάπιανε πολλά φύλλα χαρτιού αν τον έγραφα; Αλήθεια, είναι στιγμές που νοιώθω μια περίεργη αγάπη για το άσπρο αυτό ριγωμένο χαρτί, που το χέρι μου ακουμπά πάνω του και η ψυχή μου υπαγορεύει. Σα να αποθέτω πάνω του ένα μέρος από τον εαυτό μου και προσέχω και αγαπώ το μέρος που τον αποθέτω, όπως αγαπάει κανείς ένα κομμάτι γης που το φυτεύει με δέντρα ή με λουλούδια. Αγαπώ αυτό το χαρτί σαν ένα κομμάτι γης και περισσότερο από ένα κομμάτι γης, γιατί γίνεται ένα με την ψυχή μου.

Γι' αυτό κι' αγοράζω πολύ χαρτί μην τυχόν και μου λείψει σε καμμιά στιγμή κι' αρχίσει το χέρι μου και τρέμει και δεν ξέρω τι να τον κάνω τον εαυτό μου, όπως σήμερα που νοιώθω μέσα μου πολύ νερό, πολλές κουβέντες και το χαρτί μοιάζει με τη σκαμμένη πέτρα, μοιάζει με το λίκνο, μοιάζει με τη λήκυθο, μοιάζει με τη σπηλιά που καταφεύγει ένα άγριο ζώο για να γεννήσει, μοιάζει με το σπάργανο. Αυτή την αγάπη την ένοιωθα αλλά δεν την είχα σκεφτεί κι' ακόμη δεν είχα σκεφτεί πως αυτό το χαρτί στάθηκε η μεγάλη συντροφιά της ζωής μου. Αντικρυζόμουνα μαζί του, ιδίως το πρωί, αντικρυζόμουνα τη νύxτα, κάθε μέρα αντικρυζόμουνα και κανείς άλλος, ομολογώ, δεν με είδε να xαμογελώ ή να κλαίω κατά τη διάρκεια της συντροφιάς ή της συνεργασίας μας.

Ανατρέχω στο παρελθόν, ανατρέχω στα παιδικά μου χρόνια. Ήμουνα δώδεκα χρονών, καλοκαίρι, κατοικούσα σε μια μοναξιά. «Τι να σου φέρω γιε μου από το χωριό», μού 'λεγε η μητέρα μου. «Χαρτί». «Πάλι χαρτί;» Κι' έσκυβα πάνω του, όπως σκύβει κανείς πάνω σ' ένα αγαπημένο πρόσωπο. Ο αέρας κουνούσε τη φλόγα του λυχναριού, σκιές σάλευαν στο χαρτί και το αγαπούσα χωρίς να το 'χω σκεφτεί κι' έπρεπε να το αγαπώ και να το 'χω σκεφτεί, αφού σ' αυτό μόνον εμπιστευόμουν τα μυστικά μου, σ' αυτό, όχι στη μητέρα μου, όχι στ' αδέρφια μου, όχι σε κανέναν άλλο, όχι στους φίλους μου, που δεν ήταν τότε παρά λουλουδάκια, περαστικά σύννεφα, θάμνοι, μικροί σκαραβαίοι και πασχαλίτσες.

6-7-1962
Όλες αυτές τις μέρες το χέρι μου, δεν έμεινε μακρυά από το χαρτί. Κάθε τόσο ακουμπούσε πάνω του, το θώπευε αναποφάσιστο. Κάτι έβρισκε να διορθώσει, να αλλάξει μια λέξη, να προσθέσει μια λέξη. Ωστόσο δεν άρχιζε κάτι άλλο. Κινιόταν όπως το εκκρεμές. Δεν σταμάτησε, δεν αποσύρθηκε, δεν του έλειψε η φωτιά. Καμμιά φορά η σιωπή, το xαμόγελο, υποτάσσουν το xέρι, το πείθουν να συμμετάσχει κι' αυτό στις σιωπηλές ζυμώσεις της προπαρασκευής. Μιας προπαρασκευής που και τότε, κατά τη διάρκειά της, δεν σταματάει τίποτα. Το καμίνι εξακολουθεί να καίει, το αίμα διοχετεύεται κανονικά, το αίμα εξακολουθεί να καίγεται κανονικά.

Η μικρή φλόγα, όπως συμβαίνει κάποτε με μερικές καμινάδες, σαλεύει στο χρόνο.

8-10-1962
Χτες βράδυ άκουγα χτύπους μέσα μου. Χτύπους ζωντανού πλάσματος. Είχα την εντύπωση πως κάτι ήταν κοντά σε μια πόρτα, έτοιμο να βγει και την εντύπωση πως εγώ ο ίδιος ήμουν μπροστά σε μια πόρτα που θα άνοιγε. Η λέξη φως επανέρxονταν στο μυαλό μου, ή καλλίτερα το φως επανέρxονταν μέσα μου σαν αίσθηση που αναγκαστικά έπειτα γίνονταν λέξη.

Φως: η κορυφαία του χορού των λέξεων της ψυχής μου, που ζητούσε να συνδεθεί με τις άλλες λέξεις.

Κάθισα αρκετή ώρα στο πάρκο, μόνος, χωρίς να νοιώθω την ψύχρα, προσηλωμένος σ' αυτό που γίνονταν μέσα μου. Οι φυλλωσιές των δέντρων κρέμονταν πάνω μου, η νύχτα ήταν προχωρημένη. Σηκώθηκα όρθιος. Ένοιωθα ελαφρύς κι' ένοιωθα την ψυχή μου νάχει ανυψωθεί μέσα μου. Οι κινήσεις της μου θύμιζαν τις κινήσεις του ευλύγιστου γερακιοϋ πάνω από τον Ταΰγετο.

Μια νύχτα ακόμη, μια μέρα ακόμη, θέλεις να σου εμπιστευτώ κάτι; Μου φαίνεται πως οι νύχτες μου και οι μέρες μου δεν κόβονται από το χρόνο μου.


***