Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Αυτόχειρες συγγραφείς - Μέρος ΙΙ




Τόμας Τσάτερντον 
Ένας ζωντανός άνθρωπος με προσδοκίες και οράματα, ζώντας όμως στην χειρότερη περίοδο του Λονδίνου. Μεγαλώνοντας σε ένα αδίστακτο, βρώμικο και ανιαρό Λονδίνο, όπου ο κάθε ευαίσθητος άνθρωπος γινόταν σκιά του εαυτού του. Γράφοντας ποίηση για να ζει και ζούσε για να γράφει ποίηση, έζησε από πολύ νωρίς τους αδίστακτους εκδοτικούς οίκους και τις φυλλάδες της εποχής, που αγόραζαν τα ποιήματα και τους κόπους του Τσάτερντον, αν όχι δωρεάν τις περισσότερες φορές, τότε για ψίχουλα. Κλείνεται στην σοφίτα του. Αδιαφορεί για τα κοινά γύρω του, σιχαίνεται να ζητιανέψει. Εκείνος ήταν ένας ποιητής, είχε τη ζωή μπροστά του, δεν ήταν διατεθιμενος να γίνει ένα με τους βρώμικους και μολυσμένους δρόμους του Λονδίνου. Η σοφίτα του είναι η φυλακή του. Λιμοκτωνεί. Ταλαιπωρείται καθημερινά με την απογοήτευση και την απόρριψη. Το δηλητήριο θα είναι η σωτηρία του. Στα 17 του θα δώσει μ'αυτό τον τρόπο τέλος στη ζωή του. 



Βιρτζίνια Γουλφ (1882-1941)
Μία από τις μεγαλύτερες συγγραφείς του ευρωπαϊκού Μεσοπολέμου. Λυρική μυθιστοριογράφος και συνεπής δοκιμιογράφος απέδωσε στα γραπτά της μια ιδιάζουσα και περίπλοκη περιγραφή των ηρώων της, ένα ψυχικό γύμνωμα που έφτανε την ανάλυση των σκέψεων και των πράξεών τους στο βαθύτερο σκαλοπάτι. Ήταν αυτή που έφερε την επανάσταση στη γραφή μυθιστορήματος και αυτή που την θεωρώ την πιο δύσκολη στο συγκεκριμένο αφιέρωμα. Μεγάλωσε σε ένα ασφυκτικά συντηρητικό περιβάλλον. Το γεγονός ότι δεν πήγε σχολείο της άφησε ένα βαθύ τραύμα που θα το κουβαλούσε σε όλη της τη ζωή. Έρχεται σε επαφή με τον θάνατο από πολύ νωρίς. Πρώτα η μητέρα της και έπειτα ακολουθάνε αλεπάλληλα κι άλλοι (η αδελφή της και ο πατέρας της). Κακοποιείται σεξουαλικά από τους ετεροθαλείς αδερφούς της. Σε νεαρή ηλικία της γίνεται διάγνωση: μανιοκαταθλιπτική. Οι φωνές σε συνδυασμό με τις ημικρανίες την αποσυντονίζουν. Σιγά- σιγά μπαίνει στο κύκλο διανοουμένων που έχει φτιάξει ο αδερφός της μαζί με άλλους συγγραφείς της γενιάς, παρακολουθεί με ενδιαφέρον, έρχεται σε επαφή με τα γράμματα. Το 1906 ο αδερφός της, το τελευταίο μέλος της οικογένειας πεθαίνει από τύφο. Παντρεύεται. Ξεκινάνε οι πρώτες απόπειρες αυτοκτονίας. Το δίπολο που έχει μέσα της την αμφιταλαντεύει συνεχώς. Παρόλη την ψυχική της κατάσταση η Γουλφ είναι πολύ οργανωμένη και συνεπής με τα μυθιστορήματά της: γράφει κάθε μέρα από 250 λέξεις. Παραπάνω όχι. Γράφει όρθια σε ένα διαμορφωμένο γι'αυτήν γραφείο. Το σπίτι της σε φυσικό περιβάλλον, λατρεύει τους περιπάτους στη φύση. Στα έργα της δέχεται πάντα καλές κριτικές. Δημιουργείται γύρω της ένα ευνοϊκό καλλιτεχνικό περιβάλλον. Παρόλα αυτά η κατάθλιψη έχει φωλιάσει μέσα της. Απολαμβάνει την τρέλα της, τις φωνές στο μυαλό της- βρίσκει κάποια σπουδαιότητα σ'όλα αυτά. Απεχθάνεται τη λογική, τη θεωρεί πεζή. Ταξιδεύει με αμάξι σε διάφορες χώρες. Το σπίτι της γίνεται ένα μικρό τυπογραφείο. Εκδίδει τα άπαντα του Φρόιντ, έργα του Έλιοτ κ.ά. Εκείνη αναλαμβάνει τις μεταφράσεις και την επιμέλεια των κειμένων. Ο άντρας της έχει αναλάβει το τεχνικό κομμάτι. Θα μπορούσε να πει κάποιος πως ζει, ίσως, μια ήσυχη ενδιαφέρουσα ζωή, δίχως να της λείπει τίποτα. Για την ίδια όμως δεν είναι τόσο απλό. Ο άνθρωπος είναι τόσο παράταιρος, τόσο απομακρυσμένος για εκείνη. Ο γάμος της είναι ένα τέτοιο παράδειγμα: μια μή ολοκληρωμένη συζηγική σχέση, με τον άντρα της είχε, θα μπορούσαμε να πούμε, πιότερο επαγγελματική παρά ερωτική σχέση. Τα χρόνια που εξέδιδε τα μυθιστορήματα και τα δοκίμιά της δεν δέχτηκε κακή κριτική. Παρόλα αυτά, έμελε η βιογραφία της από τον φίλο της Ρότζερ Φράι να δεχθεί πολλές κακές κριτικές. Αυτό την αποξενώνει, την αρρωσταίνει. Σε συνδυασμό με την ήδη επιβαρυμένη της υγεία, το τελευταίο γεγονός όπως επίσης και ο βομβαρδισμός του Λονδίνου όπου διέμενε από την χιτλερική αεροπορία, όρισαν την συνέχεια της. Η καταστροφή του σπιτιού της από τις βόμβες την καταστά ανίκανη να συνεχίσει να γράφει. Παράλληλα η κακή της ψυχική υγεία δεν την αφήνει να δει ευνοϊκά το μέλλον της... Νευρικά κλονισμένη και πάντοτε παράταιρη, πνίγεται στον ποταμό Ouse αφού έχει γεμίσει τις τσέπες της ρόμπας της με πέτρες. 

"... Αν κάποιος θα μπορούσε να μ' είχε σώσει, αυτός θα 'σουν εσύ. Όλα έχουνε χαθεί για μένα μα βεβαιώνω για την καλοσύνη σου. Δεν μπορώ να συνεχίσω να χαλώ τη ζωή σου άλλο. Δεν σκέφτομαι ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να 'ναι ευτυχέστεροι απ' όσο ήμασταν εμείς." (απόσπασμα του σημειώματος που άφησε στον άντρα της)



Έρνεστ Χέμινγουεϊ (1899-1961)
Ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Αποτελούσε μέλος της "Χαμένης Γενιάς" των Αμερικανών λογοτεχνών στο Παρίσι. Έζησε τον πόλεμο με έναν οξύμωρο τρόπο: ήταν από τους λίγους που στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο θέλησε από μόνος του να καταταγεί στο στρατό, αλλά η επιθυμία του δεν έγινε δεκτή. Ένα πρόβλημα που είχε στην όραση του αριστερού του ματιού καταστά αδύνατο το γεγονός να μπει στον Αμερικάνικο στρατό. Παρόλα αυτά, παίρνει μέρος στον πόλεμο ως εθελοντής του Ερυθρού Σταυρού. Τον πόλεμο τον περνά στην Ιταλία. Δεν αργεί να έρθει σε επαφή με την βαρβαρότητά του... Αποστολή του ειναι να μαζεύει τα πτώματα. Στον πόλεμο όμως γνώρισε και τον έρωτα με την νοσοκόμα Agnes von Kurowsky. Η αποτυχία της σχέσης του μαζί της τον καταρρακώνει ψυχικά μέχρι το τέλος της ζωής του. Στα έργα του είναι διάχυτη η γεύση του πολέμου (Αποχαιρετισμός στα όπλα, Για ποιόν χτυπάει η καμπάνα). Ο Ε. Χέμινγουεϊ θα είναι από τους λίγους του είδους του που έρχεται σε επαφή με τα Ελληνικά γεγονότα. Θα καλύψει τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, θα ταξιδέψει μέχρι την Σμύρνη, θα καλύψει την ανταλλαγή πληθυσμών στη Θράκη. Παντρέυεται. Χωρίζει. Ξαναέρχεται σε επαφή με τον πόλεμο- αυτή την φορά με τον Ισπανικό Εμφύλιο. Αρθρογραφεί υπέρ της δημοκρατίας. Θα πάρει μέρος και σ'αυτόν τον πόλεμο. Έπειτα ακολουθεί ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος. Η ιστορία είναι η ίδια. Ο πόλεμος είναι σαν ένα είδος εθισμού γι'αυτόν. Το να ζει στην φρίκη του και στο χείλος του θανάτου κάθε μέρα, τον βοηθά να γράφει τα μυθιστορήματά του. Αγαπά να τον μισεί. Το 53 και το 54 βραβεύτηκε με βραβείο Πούλιτζερ και Νόμπελ Λογοτεχνίας αντίστοιχα. Τα πολλά προβλήματα υγείας, η κατάχρηση αλκοόλ μαζί με την κατάθλιψη που είχε, η σωματική και ψυχική κούραση που τον δίεπε, η παράνοια και τα ηλεκτροσόκ που υπέστη άφησαν έναν Χέμινγουεϊ μισό, φαγωμένο, δίχως μνήμη και πνευματικό νου, οδηγώντας τον τελικά στην αυτοκτονία. Την Άνοιξη του 1961 αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι. 

ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΧΤΥΠΑΕΙ Η ΚΑΜΠΑΝΑ

[...] 
-Είθε ο Θεός να μας προστατεύσει εσένα κι'εμένα, όσον καιρό θα βρισκόμαστε μακριά ο ένας από τον άλλο. 
Ήταν πολύ θρήσκος κι'αυτό το είπε με ειλικρίνια κι'απλότητα. Όμως το μουστάκι του φαινόταν υγρό και τα μάτια του δακρυσμένα από τη συγκίνηση. 
Πολύ είχε στενοχωρεθεί μ'όλ'αυτά ο Ρόμπερτ Τζόρνταν: ο υγρός θρησκευτικός ήχος της προσευχής, το φιλί του πατέρα του που τον αποχαιρετούσε τούφερε την ψευδαίσθηση πώς είταν μεγαλύτερος από τον πατέρα του. 
Και λυπήθηκε για λογαριασμό του που με δυσκολία άντεχε στο χωρισμό." [...]



Αν Σέξτον (1928- 1974)
Μεγάλη ποιήτρια. Καλλονή. ΚΑταθλιπτικιά. Η "παρανοϊκή νοικοκυρά" μπλέκεται με το αμερικάνικο όνειρο και την κατάρα του αιώνα. Από την μία παντρέυεται και απομονώνεται στα αμερικάνικα προάστεια, προσκολλημένη με τις μικροαστικές υποχρεώσεις της και από την άλλη η κατάθλιψη την ταλαιπωρεί, επιδεινώνει τον ψυχικό και πνευματικό της κόσμο, την οδηγεί σε παραισθήσεις και σε εγκλεισμούς σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Μοναδική της διέξοδος η ποίηση. Από μικρή άλλωστε είχε δείξει την εξάρτησή της από την τέχνη. Μετά τα Ψυχιατρεία γράφει ξανά ποίηση. Η αλλόκοτη σχέση της με το Θεό διαφαίνεται στα γραπτά της. Την βασανίζει η μισανθρωπία της. Ίσως και να αγαπά κατά βάθος τον άνθρωπο υπερβολικά. Στα ποιήματά της έγραψε για θέματα που εκείνη την εποχή ήταν ταμπού: κακοποίηση και ταπεινώσεις στην παιδική ηλικία, έκτρωση, αυνανισμός, εμμηνόροια, μοιχεία, μείωση της ερωτικής επιθυμίας μέσα στο γάμο, επιθυμία για θάνατο, αυτοκτονία. Είχε ένα ταλέντο στο να ξεθάβει καταχωνιασμένα αισθήματα, βαθιά δαιμονοποιημένα- κάτι που ίσως να φταίει και για την κόντρα που είχε με την μητέρα της (και η ίδια συγγραφέας). Είναι πραγματικό ταλέντο για έναν καλλιτέχνη να μπορεί να παρουσιάζει κάτι ωμά, ψυχρά, δίχως τον φόβο της κοινωνικής επίκρισης και αποξένωσης. Δίχως συναισθηματικούς περιορισμούς. Το 67 λαμβάνει βραβείο Πούλιτζερ για την συλλογή ποιημάτων της "Live or Die". Σπάνιο για τους ευνουχισμένους ακαδημαϊκούς να δώσουν το βραβείο στην ώρα τους. Παραλίγο δηλαδή, διότι το 1974, σε ηλικία 46 ετών, η Αν Σέξτον έπειτα από πολλές κουραστικές νοσηλείες, ζητάει διαζύγιο από τον άντρα της, αποτραβιέται από την κοινωνία και αυτοκτονεί μέσα στο αυτοκίνητό της. 

Η ΩΡΑΙΑ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ

[...] Η Ωραία Κοιμωμένη 
υπέφερε από αϋπνίες...
Δεν μπορούσε να πάρει έναν υπνάκο
ή να κοιμηθεί κανονικά
χωρίς να της ετοιμάσει κάποιες πανίσχυρες σταγόνες
ο φαρμακοποιός της αυλής
και μάλιστα ποτέ μπροστά στον πρίγκιπα. 
Αν είναι να 'ρθει ο ύπνος, έλεγε, 
θα πρέπει να με βρει εξ απήνης
καθώς γελώ ή χορεύω
ώστε να αγνοώ αυτό το βάρβαρο μέρος
όπου ξαπλώνω με τα γελάδια να με σπρώχνουν
στην τρύπα, ανοιχτή στο μάγουλό μου. 
Επιπλέον, δεν πρέπει να ονειρευτώ
γιατί όταν ονειρεύομαι βλέπω το τραπέζι στρωμένο
και μια γριά που τρεμάμενη στη θέση μου.
Τα μάτια της καμμένα απ' τα τσιγάρα,
την προδοσία να μασουλά σαν φέτα κρέατος. 

Δεν πρέπει να κοιμηθώ
γιατί όταν κοιμάμαι είμαι ενενήντα χρονών
και νομίζω ότι πεθαίνω. 
Ο θάνατος κροταλίζει στον λαιμό μου
σαν παιδικός βόλος. 
Φορώ για σκουλαρίκια σωληνάρια.
Κείτομαι ακίνητη σαν σιδερόβεργα. 
Εάν στο γόνατό μου χώσετε μια βελόνα
ούτε που θα κουνηθώ. 
Είμαι γεμάτη ενέσεις νοβοκαϊνης. 
Αυτό το κορίτσι σε ύπνωση
είναι δικό σου για να το κάνεις ό,τι θες. 
Μπορείς να την απιθώσεις σ' ένα μνήμα,
ένα απαίσιο πακέτο, 
και να φτυαρίσεις χώμα στο πρόσωπό της
και να μη σου πει ποτέ “Ει! Γεια σου!”. 

Όμως, εάν στο στόμα τη φιλήσεις
τα μάτια της θ' ανοίξουνε διάπλατα
και θα φωνάξει: 
“Μπαμπά! Μπαμπά!”

Και - ξαφνικά! - βγαίνει απ' τη φυλακή της. [...]



Σάρα Κέιν (1971- 1999)
Όταν την αποκαλούσαν καταθλιπτικιά, αρνούνταν τον χαρακτηρισμό αυτόν κατηγορηματικά. Όπως έλεγε και η ίδια, δεν θεωρούσε τα έργα της καταθλιπτικά, σοκαριστικά, ούτε τους έλειπε η ελπίδα. Χαρακτηρίστικε από διάφορους κριτικούς ως μια γλωσσού χωρίς ίχνος θεατρικότητας. Εκείνη πάλι περιφρόνησε τα Ακαδημαϊκά ανθρωπάρια, πετώντας την ακαδημαϊκή καριέρα της στο πρόσωπο τους. Δημιούργησε ένα θρασύ άμεσο θέατρο. Ξεμπρόσταζιε τα υποκείμενα που υποδύονταν και αυτά με την σειρά τους ξεμπρόστιαζαν την κοινωνία. Τα έργα της είναι ποτισμένα με τη βία, πότε λεκτική, πότε σωματική. Στα έργα της αντικατοπτρίζει την παραμορφωμένη- ούτως ή άλλως- κοινωνία, με την ωμή και σαδιστική πραγματικότητα που της αξίζει. Δεν υπάρχουν θύτες- θύματα, καλοί- κακοί. Όλα μεταλάσσονται υπό το πρίσμα της εκάστοτε ηθικής. Το έργο της "4.48 Ψύχωση" είναι από τα τελευταία της, λίγο πριν δώσει ένα τέλος στη ζωή της, το οποίο είναι ένα ψυχολογικό παραλήρημα ενός προσώπου λίγο πριν την αυτοκτονία. Στο έργο αυτό κυριαρχούν οι πολλές εσωτερικές φωνές και το χριστιανικό στοιχείο. Βρέθηκε κρεμασμένη από τα κορδόνια των παπουτσιών της, σε μπάνιο ενός νοσοκομείου στο Λονδίνο, όπου νοσηλευόταν μετά από λήψη υπερβολικής δόσης φαρμάκων σε μία προσπάθειά της να δώσει τέλος στη ζωή της.

4.48 Ψύχωση

Προφήτευσε το παρελθόν και άλλαξε τον κόσμο 
με μια ασημένια έκλειψη
το μόνο μόνιμο η καταστροφή

όλοι θα εξαφανιστούμε
πασχίζοντας να αφήσουμε ένα χνάρι πιο μόνιμο από τον 
εαυτούλη μου



Σίλβια Πλαθ (1932-1963)
Δεν υπήρχε περίπτωση να μην αναφερόμουν στο πρόσωπό της... Η ίδια η λέξη αυτοχειρία βρίσκει μια πολύ ένθερμη υποστηρίκτρια στη Σ. Πλαθ, το ίδιο και η ποίηση του 20ου αιώνα. Παθιασμένη με τη συγγραφή και την ποίηση, κυνηγά τα όνειρά της, ο τίτλος της καλύτερης συγγραφέα είναι η χίμαιρά της. Μέχρι τα 20 έχει δημοσιεύσει σε διάφορα περιοδικά πλήθος διηγημάτων. Και γιατί όχι, άλλωστε; Έχει όλες τις προδιαγραφές... Μία από τις καλύτερες μαθήτριες, κερδίζει υποτροφία για το Κολέγιο Σμιθ στη Μασαχουσέτη, συντάκτρια στα εφηβικά της χρόνια, βραβευμένη διηγηματογράφος. Παρόλα αυτά η αυτοκαταστροφή που έχει φωλιάσει μέσα της, αυτή η εμμονή- θα λέγαμε- με την αυτοκτονία, σα να ήθελε να αποδείξει κάτι, θα της χτυπήσει την πόρτα στα 20 της χρόνια. Έκανε απόπειρα αυτοκτονίας με χάπια. Νοσηλεύθηκε και μετά κλείστηκε σε ψυχιατρική πτέρυγα. Θα γράψει τον "Γυάλινο Κώδωνα", ένα μυθιστόρημα που ξετυλίγει το περίπλοκο νήμα των σκέψεων και των εμπειριών της: την απόπειρα, το Ψυχιατρείο, τα ηλεκτροσόκ. Η γνωριμία της με τον ποιητή Τεντ Χιουζ θα της δημιουργήσει πολλά σκαπανεβάσματα στην ψυχολογία της. Εξ αρχής πιο "πετυχημένος" και αναγνωρισμένος ο Τ. Χιουζ, πιο ισορροπημένος, πιο λογικός, την εγκαταλείπει με δυο παιδιά. Εκείνη γράφει ασταμάτητα ποίηση. Εκδίδει συλλογές. Παρόλα αυτά η φτώχεια δεν την εγκαταλείπει. Αυτή και τα παιδιά της είναι η μοναδική ασχολία της. Και η ποίηση φυσικά. Η φυγή του Χιουζ και η φανερή του σχέση με Εκείνην, την Άσια, την καταρρακώνει. Γενναία και οξυδερκής έγραφε: 
"Αγαπητέ γιατρέ: Νιώθω πολύ άρρωστη. Εχω μια καρδιά στο στομάχι μου που πάλλεται και κοροιδεύει. Ξαφνικά οι απλές τελετουργίες της ημέρας αρνούνται να προχωρήσουν, σαν πεισματάρικο άλογο. Γίνεται αδύνατο να κοιτάξω ανθρώπους στα μάτια: μπορεί να ξεχειλίσει και πάλι η σαπίλα; Ποιος ξέρει. Οι συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων γίνονται ανυπόφορες.
Η εχθρότητα αυξάνεται, επίσης. Αυτό το επικίνδυνο, θανάσιμο δηλητήριο που προέρχεται από μια άρρωστη καρδιά. Αρρωστο μυαλό επίσης. Η εικόνα της ταυτότητας, την οποία παλεύουμε κάθε μέρα να αποτυπώσουμε στον ουδέτερο ή εχθρικό κόσμο, καταρρέει εκ των έσω".
Τον Φεβρουάριο του 1962 μόνη και άρρωστη αυτοκτονεί, αφού έχει φροντίσει να εκδόσει τον "Γυάλινο Κώδωνα". Η αυτοκτονία της είναι μια μυσταγωγική τελετουργία: Καθαρίζει όλο το σπίτι πρώτα, βάζει τα παιδιά τους για ύπνο, τους ετοιμάζει το πρωινό, κλείνει και απομονώνει το παιδικό δωμάτιο με την κουζίνα, τοποθετώντας μονωτικές ταινίες και πανιά στην πόρτα, για να τα προστατέψει,  κι έπειτα ήρεμα, με αργές κινήσεις θα κάτσει μπροστά από την κουζίνα, βάζοντας το κεφάλι της πάνω της, ανοίγοντας όλους τους διακόπτες του γκαζιού. Όλα ήταν τέλεια προσεγμένα, σχολαστικά σχεδιασμένα και η ίδια έτοιμη παντελώς να αυτοκτονήσει δίχως καμία πιθανότητα αποτυχίας. 
Έξι χρόνια αργότερα, η Άσια αυτοκτονεί. 
Το ειρωνικό της υπόθεσης βρίσκεται σ'αυτούς τους αυτοδημιούργητους λογοτεχνο-φανφαρόνους που μοιράζουν δίχως νόημα από δω κι από κει βραβεία καθυστερημένα... 19 χρόνια αργότερα θα της χαρίσουν το βραβείο Πούλιτζερ. Μα πλέον δεν έχει καμία σημασία. Η Σ. Πλαθ ούτε που θα μπορούσε να το φανταστεί ποτέ. 

ΠΑΡΑΛΥΤΙΚΟΣ 

Συμβαίνει. Θα συνεχίσει;
To μυαλό μου πέτρα,
Ούτε δάχτυλα να πιαστώ, ούτε γλώσσα,
Θεός μου το σιδερένιο πνευμόνι
Που μ αγαπάει, τρομπάρει
μέσα έξω
Τις δυο μου σακούλες σκόνη,
Δεν θα
Μ αφήσει να πάθω υποτροπή
Καθώς η μέρα έξω κυλά σαν την κορδέλα του τηλέγραφου.
Η νύχτα φέρνει βιολέτες,
ταπετσαρίες ματιών,
Φώτα,
Τους απαλούς ανώνυμους
Ομιλητές: «Είσαι καλά;»
To κολλαρισμένο, απρόσιτο στήθος.
Νεκρό αυγό, πλαγιάζω
Ολόκληρη
Πάνω σ έναν ολόκληρο κόσμο που δεν μπορώ ν αγγίξω,
Στο άσπρο, τεντωμένο
Τύμπανο του ντιβανιού μου
Φωτογραφίες μ επισκέπτονται
Η σύζυγός μου, νεκρή και άχρωμη με γούνες του 1920
Στόμα μπουκωμένο μαργαριτάρια
Δυο κορίτσια
Το ίδιο άχρωμα μ εκείνη, που ψιθυρίζουν «είμαστε οι κόρες σου»
Τ ακύμαντα νερά
σκεπάζουν τα χείλη μου
Μάτια, μύτη και αυτιά,
Ένα διάφανο
Σελοφάν που δεν μπορώ να ραγίσω.
Καβάλα  στο ασέλωτο άλογό μου
Χαμογελώ, Βούδας, όλες
Οι επιθυμίες, ο πόθος
Πέφτουν από πάνω μου σαν δαχτυλίδια
σφιχταγκαλιάζοντας τις λάμψεις τους.
Το Νύχι
Της μανόλιας
Μεθυσμένο από την ίδια του την ευωδιά,
Έχει παραιτηθεί απ τη ζωή.



Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι (1893-1930)
Φουτουριστής ποιητής που μεγάλωσε στα χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ο ίδιος μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού κόμματος.Τα πρώτα του ποιήματα τα έγραψε σε κελί της φυλακής. Η φυλακή ήταν μια από τις συνηθισμένες και τυπικές του επισκέψεις, λόγω των ανατρεπτικών δράσεών του. 
Με το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης υπηρέτουσε όπως γνώριζε εκείνος καλύτερα το νέο καθεστώς- με τα ποιήματά του ("Ωδή στην Επανάσταση", "Αριστερή Πορεία" κ.ά.). Η ελεγεία του των 3.000 λέξεων για το θάνατο του Λένιν δεν πέρασε απαρατήρητη. Η επανάσταση όμως δεν μονοπωλούσε το μυαλό του. Μεγάλο κομμάτι της ζωής του το αφιέρωσε στον έρωτα. Περίπλοκες σχέσεις, πολυγαμικός και απελπισμένος, ερωτεύσιμος και ερωτευμένος. Από τις ΗΠΑ και την Γαλλία μέχρι τη γενέτειρά του, τη Ρωσία είχε αφήσει το ερωτικό του στίγμα. Το έργο του επικρίθηκε από τους σύγχρονους ποιητές και από φίλους του. Στα τελευταία του χρόνια αφιερώνεται στο θέατρο. Έγραψε δύο θεατρικά έργα (Κοριός, Λουτρό), στα οποία κριτίκαρε εμφανώς το σοβιετικό σύστημα υπό τον Ιωσήφ Στάλιν, γεγονός που εξηγεί γιατί και οι δύο θεατρικές του απόπειρες στάθηκαν αδύνατον να διαδοθούν και να επιτύχουν. Πιο συγκεκριμένα η αποτυχία του έργου "Λουτρό", τον έφθιρε ψυχικά πολύ, σε συνδυασμό με τις ερωτικές του απογοητεύσεις και την ιδεολογική σύγγρουση με τον Σύνδεσμο Προλεταρίων Συγγραφέων, που ήταν και το τελειωτικό του χτύπημα. 
Το απόγευμα του 1930 αυτοπυροβολήθηκε.
Το σημείωμα του Μαγιακόβσκι λίγο πριν το θάνατό του έγραφε:

"Σε όλους.
Μην κατηγορήσετε κανέναν για το θάνατό μου και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά. Ο Μακαρίτης τα απεχθανόταν φοβερά.
Μαμά, αδελφές, και σύντροφοι, σχωρέστε με - αυτός δεν είναι τρόπος (δεν τον συμβουλεύω σε κανένα), μα εγώ δεν έχω διέξοδο.
Λιλή αγάπα με.
Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι η Λιλή Μπρίκ, η μαμά, οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλνταβνα Πολόνσκαγια.
Αν τους εξασφαλίσεις μια ανεκτή ζωή, σ΄ ευχαριστώ.
Τα αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρίκ, αυτοί θα τα καθαρογράψουν
Όπως λένε
"Το επεισόδιο έληξε"
η βάρκα του Ερωτα
συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα
Εχω ξοφλήσει τους λογαριασμούς μου με τη ζωή
Πρός τι λοιπόν η απαρίθμηση
των αμοιβαίων πόνων
των συμφορών
και των προσβολών.
Νάστε ευτυχισμένοι".

Βέβαια, καλό θα ήταν να γράψουμε και την άλλη εκδοχή, την πιο σκοτεινή, την πιο βρώμικη που κάθε καθεστώς ολοκληρωτισμού διέπει: μετά το θάνατο του Στάλιν, για λίγο καιρό τριγύρναγε η φήμη ότι ο Β. Μαγιακόφσκυ δεν αυτοκτόνησε, αλλά δολοφονήθηκε από τα τσιράκια του Στάλιν. 


"Το καράβι της αγάπης συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινή ρουτίνα. Εσύ κι εγώ, δεν χρωστάμε τίποτε ο ένας στον άλλον, και δεν έχει νόημα η απαρίθμηση αμοιβαίων πόνων, θλίψεων και πληγών."


Τσέζαρε Παβέζε (1908-1950)
Ποιητής, μυθιστοριογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής. Από τους σημαντικότερους του 20ού αιώνα στη χώρα του, την Ιταλία. Η Ιταλία που γέννησε το φασισμό. Κι εκείνος φανατικός αντιφασίστας, συνελήφθη για την κατοχή πολιτικών επιστολών, εστάλη στην εξορία, στη Νότιο Ιταλία, μαζί με άλλους σημαντικούς λογοτέχνες της γενιάς του, πολεμήθηκε και πολέμησε το καθεστώς με κάθε μέσο. Το άσθα που είχε από μικρός τον γλίτωσε από τον φασιστικό στρατό στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Παρόλα αυτά εισχώρησε ως το μεδούλι του ο μάταιος αυτός πόλεμος, με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Ιταλία. Οι χαρακτήρες στα έργα του είναι μοναχικοί άνδρες, έχοντας επιφανειακές σχέσεις με τους συνανθρώπους τους, μισάνθρωποι κατ'ανάγκη, πληγωμένοι και προδομένοι από ιδανικά και φίλους. Η ερωτική απογοήτευση που είχε από την Constance Dowling και η πολιτική απομυθοποίηση τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Πέθανε στο Τορίνο, σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο σταθμό από μεγάλη δόση βαρβιτουρικών το 1950. Ξένος μέσα σε ξένους, μέσα στην πόλη που είχε γεννηθεί. 

Θα'ρθει ο θάνατος και θα'χει τα μάτια σου
(μετάφραση: Α. Τραϊανός)

Ο θάνατος θά ‘ρθει και θά ‘χει τα μάτια σου-
ο θάνατος που ‘ναι μαζί μας
απ’ το πρωί ως το βράδι, άγρυπνος,
άφωνος σαν παλιά τύψη
ή κάποιο ανόητο πάθος. Τα μάτια σου
θα ‘ναι μια μάταιη λέξη,
μια πνιγμένη κραυγή, μια σιωπή.
Σαν κι αυτή που κάθε πρωί
βλέπεις, όταν σκύβεις μόνη σου
πάνω απ’ τον καθρέφτη. Ω αγαπημένη ελπίδα,
εκείνη τη μέρα που κι οι δυο θα μάθουμε
πως είσαι ζωή και τίποτα.
Ο θάνατος έχει ένα βλέμμα για όλους.
Ο θάνατος θά ‘ρθεί, και θά ‘χει τα μάτια σου.
Θα ‘ναι σα να παρατάς ένα πάθος,
σα να βλέπεις ένα πεθαμένο πρόσωπο
ν’ αναδύεται απ’ τον καθρέφτη,
σα ν’ ακούς χείλια κλειστά να μιλούν.
Θα κατέβουμε στην άβυσσο βουβοί.


Στιγκ Ντάγκερμαν
"Όσο για μένα, εγώ παγιδεύω την παρηγοριά όπως ο κυνηγός παγιδεύει το θήραμά του. Τραβώ παντού, όπου πιστεύω πως θα την αντιληφθώ μέσα στο δάσος. Συχνά δεν συναντώ παρά το κενό, μα, μια στις τόσες, κάποιο θήραμα πέφτει στα πόδια μου. Και, καθώς γνωρίζω ότι η παρηγοριά δεν διαρκεί παρά όσο το φύσημα του ανέμου στην κορυφή ενός δέντρου, βιάζομαι ν’ αδράξω το σφάγιο. Τι έχω, λοιπόν, μέσα στα χέρια μου επειδή είμαι μόνος: μια γυναίκα αγαπημένη ή έναν σύντροφο στο ταξίδι της δυστυχίας." 
Το τελευταίο έργο του Σ. Ντάγκερμαν λίγο πριν αυτοκτονήσει ο Σουηδός συγγραφέας μέσα στο αυτοκίνητό του (1954). Κάποιος θα πει ότι η αυτοκτονία ενός Σουηδού (και μάλιστα λογοτέχνη!) δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Κι όμως για τη Σουηδία το να χάσει έναν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της ήταν, ήταν ένα ξαφνικό- ακαριαίο πλήγμα στην λογοτεχνική κοινότητα. 










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου